Τόλης Βοσκόπουλος: Άγνωστες ιστορίες μια ζωής γραμμένης με χρυσά γράμματα
Τόλης Βοσκόπουλος: Άγνωστες ιστορίες μια ζωής γραμμένης με χρυσά γράμματα
«Πρίγκιπα» του ελληνικού τραγουδιού χαρακτήριζαν εδώ και δεκαετίες τον Τόλη Βοσκόπουλο συνάδελφοι αλλά και θαυμαστές.
Το πρωί της Δευτέρας η καρδιά του πρίγκιπα σίγησε για πάντα σκορπίζοντας σε πένθος το ελληνικό τραγούδι.
Γιατί ο Τόλης Βοσκόπουλος ήταν κάτι παραπάνω από ένας πολύ ταλαντούχος τραγουδιστής. Ήταν σύμβολο μια εποχής στην οποία οι σταρ στην Ελλάδα ήταν πραγματικά καλλιτέχνες με πολύ δυνατό εκτόπισμα και διάρκεια χρόνων.
Επιτυχίες αμέτρητες, ζωή παραμυθένια, έρωτες και πάλι έρωτες και πάλι έρωτες.
Κάθε εμφάνιση του Τόλη Βοσκόπουλου στη σκηνή δημιουργούσε πανδαιμόνιο και η Νεράιδα δεν σταμάτησε ποτέ να υποδέχεται τους φανατικούς θαυμαστές του.
Η Στέλλα Στρατηγού ήταν η πρώτη του γυναίκα, η Ζωή Λάσκαρη η μεγάλη του καψούρα, η Τζούλια Παπαδημητρίου μια ιστορία με δικαστικές διαμάχες και η Άντζελα Γκερέκου η γυναίκα που έμελλε να σημαδέψει τη ζωή του μέχρι το τέλος.
Εξώφυλλα, συνεντεύξεις, συνεργασίες, χρυσά γράμματα στη Μαρκίζα και ακόμη πιο χρυσά στις καρδιές όλων των Ελλήνων.
Κλάματα την ώρα του προγράμματος
Ο Στέλιος Διονυσίου σε συνέντευξή του είχε αποκαλύψει ένα περιστατικό στο οποίο ο Τόλης Βοσκόπουλος έβαλε τα κλάματα στη σκηνή.
«Ένα περιστατικό χαραγμένο στη μνήμη μου είναι μερικά χρόνια αφότου «έφυγε» ο πατέρας μου, που είχαμε πάει με τη μητέρα μου να δούμε τον Τόλη Βοσκόπουλο. Κάποια στιγμή η μητέρα μου του έστειλε λουλούδια. Όταν η λουλουδού του είπε από ποια ήταν, σταμάτησε το πρόγραμμα, γιατί άρχισε να κλαίει. Εξηγώντας στον κόσμο γιατί συγκινήθηκε τόσο πολύ, άρχισε να κλαίει όλο το μαγαζί».
«Που να βάλω την τζίφρα μου;»
Στο βιβλίο του «Πίσω από τη μαρκίζα» (εκδ. Διόπτρα) ο Μάκης Μάτσας, συνεργάτης του Βοσκόπουλου για χρόνια στη δισκογραφική εταιρεία Μίνος αφηγείται διάφορα περιστατικά για τον νεαρό άνδρα που γνώρισε για πρώτη φορά το 1963 στο κέντρο που δούλευε με την Δούκισσα.
Σε ένα από αυτά θυμάται: «Ερχεται στο γραφείο μου και παραγγέλνει καφέ. Τον θυμάμαι πάντα να ρίχνει μέσα λίγες στάλες παγωμένο νερό, γιατί δεν του άρεσε να τον πίνει καυτό. Αφού του υπενθυμίζω ότι σε λίγους μήνες λήγει το συμβόλαιό μας, τον ενημερώνω ότι έχω ετοιμάσει ένα καινούργιο και ότι θέλω, αφού το διαβάσει, να μου πει τους όρους για τα οικονομικά. Στα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν, το κοντέρ της αγωνίας μου πήγαινε να σπάσει, κι ας προσπαθούσα να δείχνω ψύχραιμος. Αναρωτιόμουν αν θα είναι στοιχειωδώς λογικός ή αν θα μου ζητήσει κάποιο αστρονομικό ποσό. Ο Τόλης πίνει μια γερή γουλιά καφέ, βγάζει από την τσέπη του ένα στιλό παίρνει το συμβόλαιο μπροστά του και με το γνωστό μεγαλοπρεπές ύφος του μου λέει: “Πού να βάλω την τζίφρα μου;”. Τα έχασα. “Μα όλα τα οικονομικά θέματα είναι ανοιχτά”, του λέω. “Μάκη συμπλήρωσε ό,τι θέλεις και δώσε μου να το υπογράψω…”»
«Τα λόγια είναι περιττά»
Το καλοκαίρι του ’73 είναι το σκοτεινό καλοκαίρι που γράφτηκε ο επίλογος της σχέσης τους. Τότε ο Τόλης είχε κλείσει μια σειρά συναυλιών στη Νέα Υόρκη. Η Ματούλα λέει για για πρώτη φορά τι ακριβώς έγινε εκείνη την περίοδο: «Ο Τόλης φοβόταν πολύ τα αεροπλάνα. Δεν ταξίδευε ποτέ. Έτσι αποφασίσαμε να πάμε εγώ, ο Τόλης, η Ζωή και η Μάρθα Καραγιάννη με το πλοίο. Το ταξίδι κράτησε 30 μέρες, εκεί ο Τόλης θα έμενε δύο εβδομάδες και μετά θα επέστρεφε πάλι με το καράβι. Η Ζωή όμως έπρεπε να επιστρέψει πιο γρήγορα για να γυρίσει τον Αστερισμό της Παρθένου. Επιστρέφει στην Ελλάδα και κατά κάποιον τρόπο εξαφανίζεται».
Ο θρίαμβος του Τόλη στη Νέα Υόρκη γρήγορα μετατράπηκε σε εφιάλτη. Η Ματούλα εξηγεί: «Εγώ ήμουν στην Ρώμη, όσο ο Τόλης ήταν στην Αμερική. Μου τηλεφωνεί μια μέρα η Ζωή και μου λέει «μάζεψε τα πράγματά σου και έλα επειγόντως στην Αθήνα, αποφάσισα να τελειώσει η ιστορία με τον Τόλη. Πρέπει να έρθεις και να πας στο αεροδρόμιο να τον παραλάβεις». Έκανα ό,τι μου είπε η Ζωή. Τον περιμένω στο αεροδρόμιο και τον βλέπω να έρχεται στην αίθουσα σχεδόν συντετριμμένος. Συνέβησαν πολλά και τίποτα.
Απλώς η Ζωή αποφάσισε να περάσει στο επόμενο κεφάλαιο της προσωπικής της ζωής και ποτέ δεν είπε στον Τόλη «χωρίζουμε». Απλώς εξαφανίστηκε, δεν απαντούσε στα τηλέφωνα και εκείνος τρελαινόταν ακόμη περισσότερο. Ακόμη και σε αεροπλάνο μπήκε, που τα έτρεμε, για να έρθει στην Αθήνα και να μάθει τι γίνεται. Ο φόβος ότι έχανε τη Ζωή υπερνίκησε τη φοβία του για τις πτήσεις, δεν καταλάβαινε τίποτα. Η μόνη, λοιπόν, που θα μπορούσε να τον παραλάβει ήμουν εγώ. Ήμουν η πιο κατάλληλη για να τον παρηγορήσει, να του εξηγήσει, να τον ηρεμήσει. Γιατί κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, ήμασταν οι τρεις μας συνέχεια μαζί και έτσι ανέλαβα τον ρόλο να του ανακοινώσω ότι όλα τελείωσαν.
Αμέσως από το αεροδρόμιο πήγαμε στον Αστέρα Βουλιαγμένης, στις καμπάνες στη Γλυφάδα και μείναμε για λίγο καιρό εκεί. Εκείνη την περίοδο μάθαινε νέα της Ζωής, το πώς ήταν και συχνά έκλαιγε σαν μωρό παιδί. Κάθε βράδυ περνούσε με το αυτοκίνητό του έξω από το σπίτι της, καθόταν περίπου μία ώρα από κάτω και έφευγε. Ήταν απαρηγόρητος. Είχε κλειστεί στον εαυτό του και δεν ήθελε να βλέπει άνθρωπο. Η φράση «τα λόγια είναι περιττά» ήταν ένας τίτλος που βγήκε γι’ αυτήν τη σχέση. Για εμένα ο Τόλης δυο γυναίκες αγάπησε μόνο. Τη Ζωή Λάσκαρη και την Άντζελα Γκερέκου. Απλώς τη Ζωή τη γνώρισε σε μια εποχή που ήταν και οι δύο πολύ νέοι και είχε κατά κάποιον τρόπο ο δεσμός τους ημερομηνία λήξης».
Η Κική Σεγδίτσα θυμάται την ψυχολογική κατάσταση του Τόλη εκείνη την περίοδο: «Όταν ο Τόλης γύρισε από την Αμερική, πήγε στο σπίτι όπου έμεναν, στους πρόποδες του Λυκαβηττού και το έσπασε ολόκληρο. Έσκισε όλα τα φουστάνια, είχε μίσος. Και μετά εξαφανίστηκε από όλους μας. Μια μέρα τηλεφώνησα στο σπίτι της Ματούλας. Ήταν εκεί, τον βρήκα. Και μου λέει: «Κική, τα διέλυσα όλα. Όλα έγιναν συντρίμμια. Ψυχή μου, αυτό στοίχισε όλη μου τη ζωή»!».
Τα σχόλια είναι κλειστά.