Ξηρασία, υψηλές θερμοκρασίες & επιβίωση: Από την κρίση στην ευκαιρία – Τί λέει ο Δρ.Γεωπονίας, Επιστημονικός Συνεργάτης στην Ακαδημία Αθηνών, Δημήτρης Βολουδάκης για τις παραδοσιακές καλλιέργειες στην Κρήτη και το “πεδίο” για καλλιέργεια υποτροπικών φυτών στο νησί.
Νέες συνθήκες για τον πρωτογενή τομέα διαμορφώνει η κλιματική αλλαγή την οποία η Κρήτη βιώνει με ένταση, ακραία καιρικά φαινόμενα και … αβεβαιότητα για το μέλλον. Μιλώντας στο Cretalive, ο Δρ.Γεωπονίας, συνεργάτη της Ακαδημίας Αθηνών για την Κλιματική Αλλαγή και Γενικός Διευθυντής του Οργανισμού «Νέα Γεωργία Νέα Γενιά», Δημήτρης Βολουδάκης εξηγεί ότι το “κλειδί” είναι η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, η εφαρμογή της Ψηφιακής Γεωργίας, η συμπόρευση του Πρωτογενούς Τομέα με τον Τουρισμό αλλά και – γιατί όχι; – η πιλοτική καλλιέργεια υποτροπικών φυτών ως μία νέα επιλογή.
Ο κ.Βολουδάκης
Κλιματική Αλλαγή: Οι νέες συνθήκες στην Κρήτη
Όπως σημειώνει ο κ.Βολουδάκης, η Κρήτη δεν βιώνει ενιαία την κλιματική κρίση. Η ανισοκατανομή των βροχοπτώσεων ανάμεσα στη δυτική και την ανατολική πλευρά του νησιού είναι ήδη εμφανής, με τη δυτική Κρήτη να δέχεται έως και 800 χιλιοστά βροχής ετησίως, ενώ η ανατολική αγγίζει λίγο πάνω από το μισό – περίπου 450 χιλιοστά.
Τα προγνωστικά κλιματικά σενάρια δείχνουν πως, μέχρι το τέλος του αιώνα, στην ακραία περίπτωση, η θερμοκρασία μπορεί να αυξηθεί κατά 2 έως 5 βαθμούς Κελσίου και η μείωση των βροχοπτώσεων να φτάσει το 15-20%.
Αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, φέρνει ακραίες συνθήκες ξηρασίας, παρατεταμένους καύσωνες, και αύξηση εντόμων & ασθενειών, που απειλούν άμεσα την πρωτογενή παραγωγή.
Η Ελιά και το Αμπέλι υπό Πίεση
Ελιά: Ανθεκτική αλλά με όρια
Η ελιά – παραδοσιακή καλλιέργεια αιώνων στην Κρήτη – χαρακτηρίζεται από υψηλή αντοχή στη ζέστη και την ξηρασία. Ωστόσο, τα νέα δεδομένα ξεπερνούν τις φυσικές της άμυνες. Οι πολυήμεροι καύσωνες πλήττουν την καρπόδεση, ωστόσο υπάρχουν ποικιλίες που επιδεικνύουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, όπως είναι η κορωνέικη. Ταυτόχρονα ποικιλίες όπως η τσουνάτη και η θρουμπελιά είναι πιο ευάλωτες. Ο δακός, που προκαλεί ζημιές στον ελαιόκαρπο, ευνοείται από τις παρατεταμένες υψηλές θερμοκρασίες, δημιουργώντας περισσότερες γενεές εντόμων ετησίως.
Αμπέλι: Πιο ευαίσθητο στις συνθήκες
Το αμπέλι, αν και επίσης μεσογειακή καλλιέργεια, αντιδρά πιο έντονα σε ακραίες καιρικές συνθήκες: χρειάζεται περισσότερο νερό από την ελιά, ενώ οι βροχές σε κρίσιμα στάδια ωρίμανσης μπορεί να προκαλέσουν μυκητολογικές ασθένειες. Οι παρατεταμένες ζέστες επιδρούν αρνητικά στη ποιότητα του καρπού και στο σάκχαρο των σταφυλιών, με συνέπειες και στην οινοποίηση.
Ο κ.Βολουδάκης δίνει έμφαση στην αναγκαία επένδυση και αξιοποίηση του γενετικού υλικού που υπάρχει ήδη στη χώρα μας: “Κάποιες παλιές ποικιλίες αμπέλου σε κάποια χωριά της Κρήτης κατάφεραν να επιβιώσουν κάτω από αρκετά αντίξοες κλιματικές συνθήκες. Άρα αυτές κρύβουν κάποιους μικρούς γενετικούς θησαυρούς. Είναι πιο εύκολο επομένως να επενδύσουμε σε γηγενείς ποικιλίες παρά να ξεκινήσουμε να φέρνουμε ποικιλίες από άλλες ευρωπαϊκές χώρες – πχ. από την Γαλλία – για να προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα”.
Υποτροπικές Καλλιέργειες: Η επόμενη ημέρα για την Κρήτη;
Καθώς οι παραδοσιακές καλλιέργειες “δυσκολεύονται”, ήδη έχουν ξεκινήσει κάποιες προσπάθειες για καλλιέργεια υποτροπικών φυτών, τα οποία ανταποκρίνονται καλύτερα στις νέες θερμοκρασίες και στη μειωμένη διαθεσιμότητα νερού:
Αβοκάντο: Ήδη καλλιεργείται με επιτυχία στα Χανιά. Θέλει μεν νερό, ανταποκρίνεται θετικά, δε, στο ήπιο και θερμό κλίμα.
Μάνγκο & Παπάγια: Δοκιμαστικά φυτεύονται σε περιοχές της Νότιας Κρήτης.
Φυστικιά, χαρουπιά, ρόδι: Ενδείκνυνται για ξηροθερμικά περιβάλλοντα.
Η προσαρμογή των παραγωγών σε αυτές τις νέες καλλιέργειες μπορεί να προστατεύσει το εισόδημά τους και να μειώσει την εξάρτηση από «παραδοσιακά» προϊόντα που πλέον είναι πιο ευάλωτα. «Δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να αλλάξουμε τις καλλιέργειες – να αρχίζουμε να βγάζουμε ελιές και να βάζουμε μάνγκο, αλλά δεν πρέπει να αποκλείσουμε κάτι από τα δύο» – σημειώνει ο κ.Βολουδάκης.
«Οι μπανάνες και κάποια υποτροπικά φυτά – μάγκο, λίτσι κ.ά. – πράγματι μπορεί – μέσα από πειράματα που γίνονται ήδη στο Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών στα Χανιά – να φανεί ότι κάποια από αυτά μπορούν να προσαρμοστούν πολύ καλύτερα πλέον στην Κρήτη και να προσφέρουν μια εναλλακτική λύση για τους παραγωγούς» – προσθέτει ο ίδιος.
Μάνγκο
Η Μάχη του Νερού: Αγροτικός Τομέας vs Τουρισμός και στο βάθος … συμμαχία
Η λειψυδρία είναι υπαρκτό και εντεινόμενο πρόβλημα – όχι καινούριο, αλλά πιο επιτακτικό από ποτέ. Ο τουρισμός, με τεράστιες καταναλώσεις (πισίνες, ξενοδοχεία, αύξηση πληθυσμού το καλοκαίρι), ανταγωνίζεται άμεσα την αγροτική χρήση νερού.
Σύμφωνα με τον Δρ. Γεωπονίας, Δ.Βολουδάκη «η λειψυδρία θα ενταθεί και ομοίως θα ενταθεί και ο ανταγωνισμός για τα υδάτινα αποθέματα». Ο ίδιος εκφράζει την εκτίμηση ότι «υπάρχει ισχυρή πιθανότητα να μπούμε σε μια λογική όπου ο τουριστικός τομέας θα έχει τα πρωτεία – θα υπερκαταναλώνει – εις βάρος του πρωτογενούς τομέα». Όμως όπως τονίζει ο ίδιος, την ώρα που ο πρωτογενής τομέας θα χάσει, εμμέσως θα πληγεί και ο Τουρισμός, καθώς «δε θα έχεις κρητικό λάδι στο εστιατόριό σου, κρητικό κρασί, κρητικό τυρί, κρητικές ντομάτες και φρούτα». Προκρίνει, ωστόσο, την αναγκαιότητα της μείωσης κόστους και τη σύνδεση σε μια «νέα συμμαχία βιώσιμης ανάπτυξης για παράλληλης ανάπτυξης με επίκεντρο την αειφορία», προκειμένου να κερδίσουν και οι δύο τομείς.
Η αναγκαιότητα για Εκπαίδευση & Τεχνολογία
Στην εποχή στην οποία η κλιματική αλλαγή δοκιμάζει τα όρια του πρωτογενούς τομέα, η ανάγκη για ένα νέο μοντέλο γεωργίας καθίσταται πιο επιτακτική από ποτέ. Ο Δρ. Δημήτρης Βολουδάκης, μιλώντας στο Cretalive, έθεσε στο επίκεντρο του προβληματισμού την εκπαίδευση και την τεχνολογία ως κρίσιμους πυλώνες για τη βιωσιμότητα της ελληνικής γεωργίας.
Τονίζει τη σημασία μίας σωστής τιμολογιακής πολιτικής στη διαχείριση του νερού, η οποία «θα δίνει κίνητρα για ορθολογική χρήση, χωρίς να τιμωρεί τον παραγωγό». Παράλληλα, αναφέρεται σε ένα τεράστιο πρόβλημα που αφορά τις απώλειες νερού από τα υφιστάμενα δίκτυα. Όπως επισημαίνει, «στην ελληνική γεωργία, υπολογίζεται πως από βλάβες και αστοχίες των δικτύων χάνεται ακόμη και το 30% με 50% του αρδευτικού νερού».
Ένα ακόμη ζήτημα είναι η απουσία σύγχρονου προγραμματισμού στην άρδευση. «Είναι εξαιρετικά σημαντικό να ξέρουμε πότε ποτίζουμε και πόσο, βάσει επιστημονικών δεδομένων, όχι με το ένστικτο ή το “έτσι κάναμε πάντα”», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Αγρότης
Την ίδια ώρα «η υπερκατανάλωση υδάτινων πόρων, λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών προϊόντων έχει οδηγήσει σε αύξηση του κόστους παραγωγής και σε σοβαρές πιέσεις στους φυσικούς πόρους» – σημείωσε ο ίδιος, τονίζοντας ότι «η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από τη μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο γεωργίας, βασισμένο στη χρήση ψηφιακών εργαλείων — τη γεωργία ακριβείας».
Η «έξυπνη» γεωργία, όπως εξήγησε, όχι μόνο μειώνει το κόστος παραγωγής αλλά αυξάνει σημαντικά και την αποδοτικότητα των εκμεταλλεύσεων. Ωστόσο, η ενσωμάτωση τέτοιων τεχνολογιών δεν μπορεί να γίνει χωρίς την απαραίτητη γνώση και κατάρτιση των αγροτών.
Στην Ελλάδα, μόλις το 1% των αγροτών είναι πλήρως καταρτισμένο – δηλαδή έχουν ολοκληρώσει σπουδές σε επίπεδο ΙΕΚ έως και ΑΕΙ. Ένα περίπου 7% έχει κάποια μορφή εκπαίδευσης, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία δραστηριοποιείται με γνώσεις που κληρονόμησε πάππου προς πάππου!
Παρότι υπάρχουν επιμορφωτικά προγράμματα, σύμφωνα με τον ίδιο «δεν είναι εύκολα προσβάσιμα — κυρίως διεξάγονται δια ζώσης, δεν είναι διαρκή και δεν καλύπτουν την πραγματική ανάγκη για συνεχή και πρακτική κατάρτιση». Επιπλέον, τόνισε την απουσία κουλτούρας δια βίου μάθησης στον αγροτικό πληθυσμό.
Αναγκαία έργα και υποδομές
Ο Δρ. Βολουδάκης υπογραμμίζει την ανάγκη για σημαντικά υδραυλικά έργα, σε περιοχές που κρίνεται ότι πρέπει να κατασκευαστούν φράγματα και δεξαμενές για αποθήκευση νερού, ώστε να εξασφαλίζεται επάρκεια όλο τον χρόνο. Παράλληλα, επισημαίνει τη σημασία του εκσυγχρονισμού των αρδευτικών δικτύων, ώστε να είναι κλειστά, αποδοτικά και με δυνατότητα ακριβούς διαχείρισης.
Στον κτηνοτροφικό τομέα, επισημαίνεται η ανάγκη για σύγχρονα σταβλικά συστήματα, με επαρκή αερισμό, συστήματα δροσιάς και οργανωμένες ποτίστρες, ώστε να προστατεύονται τα ζώα, ειδικά τα πρόβατα, από τις ακραίες θερμοκρασίες και τη ζέστη.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει ο κ.Βολουδάκης στα θερμοκήπια της Κρήτης – σε Ιεράπετρα, Μεσαρά, Κουντούρα – όπου, όπως σημειώνει, «δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να έχουμε θερμοκήπια με ξύλινο σκελετό και πλαστικό, σε μια εποχή που οι ανάγκες απαιτούν ανθεκτικές, μονωμένες και αποδοτικές κατασκευές». Προτείνει τη σταδιακή στροφή σε σύγχρονες μορφές υδροπονίας, που όχι μόνο αυξάνουν την παραγωγικότητα, αλλά κυρίως βελτιώνουν δραστικά τη χρήση του νερού εντός του θερμοκηπίου.
Η κλιματική αλλαγή δεν είναι μελλοντικό σενάριο – είναι ήδη εδώ. Η Κρήτη, με τις παραδοσιακές της καλλιέργειες, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της πρόκλησης. Όμως με σωστή προσαρμογή, εκπαίδευση και νέες καλλιέργειες, μπορεί να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία. Η επιλογή είναι συλλογική: κοινωνία, κράτος, αγρότες, τουριστικός κλάδος – όλοι οφείλουν να συνεργαστούν για να μείνει η Κρήτη παραγωγική και ζωντανή, ακόμα και κάτω από συνθήκες λειψυδρίας.
Cretalive