Πατριαρχική και Συνοδική
Εγκύκλιος Επιστολή
απολυθείσα επί τω εορτασμώ
της 1700ής επετείου της
εν Νικαία Α’ Οικουμενικής Συνόδου
† Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ ΠΑΡΑ ΘΕΟΥ
* * *
Ύμνον ευχαριστίας αναπέμπομεν τω πανσθενουργώ, παντεπόπτη και παντευεργέτη Θεώ τω εν Τριάδι, τω αξιώσαντι τον λαόν Αυτού φθάσαι την 1700ην επέτειον της εν Νικαία Α’ Οικουμενικής Συνόδου, της πνευματοκινήτως μαρτυρησάσης περί της γνησίας πίστεως εις τον συνάναρχον τω Γεγεννηκότι και παναληθώς Αυτώ ομοούσιον Θεόν Λόγον, «τον δι᾿ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα και σαρκωθέντα και ενανθρωπήσαντα, παθόντα και αναστάντα τη τρίτη ημέρα και ανελθόντα εις τους ουρανούς, και ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς».
Η Σύνοδος της Νικαίας αποτελεί έκφρασιν της συνοδικής φύσεως της Εκκλησίας, κορύφωσιν της «αρχεγόνου συνοδικότητος» αυτής, αρρήκτως συνδεδεμένης μετά της ευχαριστιακής πραγματώσεως της εκκλησιαστικής ζωής, αλλά και μετά της πρακτικής της επί το αυτό συνελεύσεως προς λήψιν «ομοθυμαδόν» αποφάσεων επί τρεχόντων θεμάτων.
Η εν Νικαία Σύνοδος σηματοδοτεί εν ταυτώ την ανάδυσιν μιας νέας συνοδικής δομής, αυτής της Οικουμενικής Συνόδου, η οποία έμελλε να αποβή καθοριστική δια την πορείαν των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Αξιομνημόνευτον είναι ότι η Οικουμενική Σύνοδος δεν αποτελεί «μόνιμον θεσμόν» εις την ζωήν της Εκκλησίας, αλλά «έκτακτον γεγονός», απάντησιν εις μίαν συγκεκριμένην απειλήν κατά της πίστεως, αποβλέπουσαν εις την αποκατάστασιν της διαρραγείσης ενότητος και της ευχαριστιακής κοινωνίας.
Το ότι η Σύνοδος της Νικαίας συνεκλήθη υπό του Αυτοκράτορος, ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος παρηκολούθησε τας εργασίας και περιέβαλε τα αναθέματα αυτής δια του κύρους κρατικού νόμου, δεν την καθιστά «αυτοκρατορικήν σύνοδον» . Υπήρξεν αμιγώς «εκκλησιαστικόν γεγονός», κατά το οποίον η Εκκλησία, καθοδηγουμένη υπό του Αγίου Πνεύματος, απεφάσισε δια τα του οίκου της, ενώ ο Αυτοκράτωρ εφήρμοσε την αρχήν «Απόδοτε ουν τα Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» .
Ενώπιον της Αρειανικής πλάνης, η Εκκλησία διετύπωσε συνοδικώς το ουσιώδες της διηνεκώς βιουμένης εν αυτή πίστεως. Ο «ομοούσιος τω Πατρί» προαιώνιος Υιός και Λόγος του Θεού, «Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», σώζει δια της σαρκώσεώς Του τον άνθρωπον εκ της δουλείας του αλλοτρίου και διανοίγει εις αυτόν την οδόν της κατά χάριν θεώσεως.
«Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» . Το Σύμβολον της Νικαίας διατρανοί την βεβαίαν πεποίθησιν ότι η σοβούσα αιρετική απόκλισις αποτελεί άρνησιν της δυνατότητος σωτηρίας του ανθρώπου. Εν τη εννοία ταύτη, δεν είναι απλώς θεωρητική διακήρυξις αλλά ομολογία πίστεως, ως όλα τα δογματικά κείμενα της Εκκλησίας, αυθεντική διατύπωσις της ζώσης εν αυτή και δι᾿ αυτής αληθείας.
Ιδιαιτέραν θεολογικήν βαρύτητα έχει το γεγονός ότι βάσιν του Ιερού Συμβόλου «Πιστεύομεν…» αποτελεί εν τοπικόν βαπτιστήριον Σύμβολον η ομάς τοιούτων Συμβόλων. Ως γνήσιος φορεύς της διαχρονικής εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας, η Σύνοδος ανακεφαλαιοί και βεβαιοί την Αποστολικήν παρακαταθήκην, την οποίαν διαφυλάσσουν αι κατά τόπους Εκκλησίαι.
Ο Μέγας Αθανάσιος αναφέρει ότι οι Συνοδικοί Πατέρες «περί δε της πίστεως έγραψαν ουκ Έδοξεν, αλλ᾿, Ούτως πιστεύει η καθολική Εκκλησία· και ευθύς ωμολόγησαν, πως πιστεύουσιν, ίνα δείξωσιν, ότι μη νεώτερον, αλλ᾿ αποστολικόν εστιν αυτών το φρόνημα, και α έγραψαν, ουκ εξ αυτών ευρέθη, αλλά ταυτ᾿ εστίν, άπερ εδίδαξαν οι απόστολοι» .
Πεποίθησις των θεοδιδάκτων Πατέρων ήτο ότι ουδέν προσετέθη εις την πίστιν των Αποστόλων και ότι το όντως οικουμενικόν Σύμβολον της Νικαίας αποτελεί διακήρυξιν της κοινής παραδόσεως της Καθολικής Εκκλησίας. Οι Συνοδικοί Πατέρες, τους οποίους η Ορθόδοξος Εκκλησία επαξίως τιμά και υμνεί ως «Αποστολικών παραδόσεων ακριβείς φύλακας», εχρησιμοποίησαν τον φιλοσοφικόν όρον «ουσία» (και το «ομοούσιον») δια την έκφρασιν της Ορθοδόξου πίστεως εις την θεότητα του Λόγου, την οποίαν ηρνείτο ο Άρειος, και μετ᾿ αυτής το όλον μυστήριον της πανσωστικής ενσάρκου Θείας Οικονομίας, εμπλακείς εις ελληνιστικά νοητικά σχήματα και απωθήσας τον «Θεόν των Πατέρων» εν ονόματι του «Θεού των φιλοσόφων».
Έτερον κεφαλαιώδες ζήτημα, το οποίον εκλήθη να επιλύση η Σύνοδος της Νικαίας, προς ενίσχυσιν της εκκλησιαστικής ενότητος εν τη λειτουργική πράξει, ήτο το «πότε και πως δει ημάς την του Πάσχα εορτήν εκτελείν». Η 1700ή επέτειος της συγκλήσεως της Συνόδου επανέφερεν εις την επικαιρότητα το θέμα του κοινού εορτασμού της Αναστάσεως του Κυρίου.
Η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία εύχεται όπως οι όπου γης Χριστιανοί επανέλθουν, συμφώνως προς τας προσταγάς της εν Νικαία Συνόδου, εις τον εορτασμόν του Πάσχα κατά κοινήν ημέραν, ως ευτυχεί συγκυρία, συνέβη κατά το τρέχον έτος. Η απόφασις αύτη θα λειτουργήση ως ένδειξις και σύμβολον γνησίας προόδου εις τον αγώνα οικουμενικής συμπορεύσεως και ομονοήσεως δια μέσου του θεολογικού διαλόγου και του «διαλόγου της ζωής», ως απτή μαρτυρία περί του εμπράκτου σεβασμού των κεκτημένων της αδιαιρέτου Εκκλησίας. Η επίτευξις του στόχου αυτού, εν τω πλαισίω της εφετεινής επετείου, υπήρξε κοινόν όραμα του αειμνήστου Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου και της ημετέρας Μετριότητος.
Η εκδημία αυτού, την επαύριον του παγχριστιανικώς εορτασθέντος Πάσχα, επιτείνει την κοινήν ευθύνην, όπως συνεχίσωμεν αταλαντεύτως προς την αυτήν κατεύθυνσιν.
Σπουδαίον υπήρξεν επίσης το νομοκανονικόν έργον της εν Νικαία Συνόδου, δια του οποίου αποτυπούται και επικυρούται συνοδικώς το διαχρονικόν κανονικόν συνειδός της Εκκλησίας, και εις το οποίον ευρίσκονται αι απαρχαί του μητροπολιτικού συστήματος και της αναδείξεως του κύρους, της εξεχούσης θέσεως και της διηυρυμένης ευθύνης ωρισμένων Θρόνων, εκ των οποίων διεμορφώθη προοδευτικώς το σύστημα της Πενταρχίας.
Εφ᾿ όσον η κανονική παρακαταθήκη της Νικαίας είναι κοινή κληρονομία ολοκλήρου του χριστιανικού κόσμου, η εφετεινή επέτειος καλείται να λειτουργήση ως προσκλητήριον δι᾿ επιστροφήν εις τας πηγάς, εις τα πρωταρχικά κανονικά θεσπίσματα της αδιαιρέτου Εκκλησίας.
Εγγυητής των θεσπισμάτων της Νικαίας ανεδείχθη διαχρονικώς ο Οικουμενικός Θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτό το πνεύμα της Μεγάλης Εκκλησίας εξεφράσθη και δια της Πατριαρχικής και Συνοδικής Εγκυκλίου επί τη 1600ή επετείω της Συνόδου , «της πρώτης των Οικουμενικών και μεγίστης ως αληθώς Συνόδου της Εκκλησίας».
Η ειλημμένη απόφασις, όπως η επέτειος εορτασθή «πανηγυρικώς και δη από κοινού, ει δυνατόν, υπό πασών των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, εις εκδήλωσιν πάνδημον της πιστής και σήμερον τη του Θεού χάριτι εμμονής της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τη διδασκαλία και τω πνεύματι της Συνόδου εκείνης, ήτις όπως εξ ενός την μίαν πίστιν της Εκκλησίας δια της εν Αγίω Πνεύματι αποφάνσεως αυτής εστερέωσε και εσφράγισεν, ούτως εξ άλλου και την ενότητα της εκκλησιαστικής συγκροτήσεως δια της από πάντων των περάτων της γης παρουσίας αντιπροσώπων περιλάμπρως παρέστησεν», δυστυχώς δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθή εξ αιτίας των εκτάκτων περιστάσεων και της χηρείας του Οικουμενικού Θρόνου.
Την 19ην Ιουλίου 1925, πρώτην Κυριακήν μετά την ενθρόνισιν του Πατριάρχου Βασιλείου Γ’, εξεπληρώθη η «καθυστερήσασα οφειλή» δια της τελέσεως «ειδικής Πατριαρχικής και Συνοδικής Λειτουργίας» εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ. Ιδιαιτέραν εκκλησιολογικήν σημασίαν έχει το γεγονός ότι εις την Εγκύκλιον τονίζεται η αξία της εκτελέσεως του καθήκοντος του εορτασμού ταύτης της «μεγάλης δια πάσαν την Χριστιανοσύνην» επετείου υπό της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, «αμεσωτέραν προς την εορτήν ταύτην εχούσης την σχέσιν και την οφειλήν».
Η Σύνοδος της Νικαίας αποτελεί σταθμόν εις την διαμόρφωσιν της δογματικής ταυτότητος και της κανονικής δομής της Εκκλησίας, παρέμεινε δε το πρότυπον δια την αντιμετώπισιν προβλημάτων πίστεως και κανονικής τάξεως επί οικουμενικού επιπέδου.
Η 1700ή επέτειος από της πραγματοποιήσεώς της υπενθυμίζει εις την Χριστιανοσύνην τας παραδοχάς της αρχαίας Εκκλησίας, την αξίαν του κοινού αγώνος κατά των παρανοήσεων της χριστιανικής πίστεως και την αποστολήν των πιστών, όπως συμβάλλουν εις τον πολλαπλασιασμόν των «καλών καρπών» της εν Χριστώ, κατά Χριστόν και εις Χριστόν ζωής εν τω κόσμω.
Καλούμεθα σήμερον να αναδείξωμεν το διαχρονικόν μήνυμα της εν Νικαία Α’ Οικουμενικής Συνόδου, τας σωτηριολογικάς διαστάσεις και τας ανθρωπολογικάς συνεπείας του «ομοουσίου», της αρρήκτου συνδέσεως της Χριστολογίας μετά της ανθρωπολογίας, εις μίαν εποχήν ανθρωπολογικής συγχύσεως και εντόνων προσπαθειών αναδείξεως του «μετανθρώπου» ως του ανοικτού ορίζοντος και της αυτοαποθεωτικής προοπτικής της ανθρωπίνης εξελίξεως, τη συμβολή της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Η αρχή της «θεανθρωπινότητος» αποτελεί την απάντησιν εις την αδιέξοδον οπτασίαν του συγχρόνου «ανθρωποθεού». Η αναφορά εις το «πνεύμα της Νικαίας» αποτελεί πρόσκλησιν όπως στραφώμεν εις τα ουσιώδη της πίστεώς μας, πυρήν της οποίας είναι η εν Χριστώ σωτηρία του ανθρώπου.
Ο Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός είναι η πλήρης και τελεία αποκάλυψις της αληθείας περί του Θεού και του ανθρώπου. «Ο εμέ εωρακώς, εώρακε τον πατέρα μου» . Ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος έδειξε «πρώτος και μόνος», ως γράφει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, «τον αληθινόν άνθρωπον και τέλειον, και τρόπων και ζωής και των άλλων ένεκα πάντων» .
Αυτήν την Αλήθειαν εκπροσωπεί εν τω κόσμω η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, από αυτήν τρέφεται, αυτήν διακονεί. Φορούσα τον χιτώνα της Αληθείας, «τον υφαντόν εκ της άνω θεολογίας», αεί ορθοτομεί και δοξάζει «της ευσεβείας το μέγα μυστήριον», ευαγγελιζομένη τον λόγον της πίστεως, της αγάπης και της ελπίδος, προσβλέπουσα προς την «ανέσπερον και αδιάδοχον και ατελεύτητον ημέραν» , την ερχομένην αιώνιον Βασιλείαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Έργον της θεολογίας είναι η αποκάλυψις της σωτηριολογικής διαστάσεως των δογμάτων και η ερμηνεία αυτών δι᾿ υπαρξιακών όρων, η οποία απαιτεί, ομού μετά της μετοχής εις το εκκλησιαστικόν γεγονός, ευαισθησίαν και γνήσιον ενδιαφέρον δια τον άνθρωπον και τας περιπετείας της ελευθερίας του. Εν τη εννοία ταύτη, η διατράνωσις της πίστεως εις τον ενανθρωπήσαντα Θεόν Λόγον οφείλει όπως συνοδεύηται υπό της εμπράκτου ανταποκρίσεως ημών εις τον σωτήριον λόγον Αυτού: «αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς» .
Μεμνημένοι τοίνυν των αφάτων δωρεών, ων εποίησε και ποιεί πάση τη κτίσει, ακαταπαύστως δοξολογούμεν το υπεράγιον και υπέρλαμπρον όνομα του Κυρίου των όλων και Θεού της αγάπης, δι᾿ Ου τον Πατέρα εγνώκαμεν και το Πνεύμα το Άγιον επεδήμησεν εν κόσμω. Αμήν!
Εν έτει σωτηρίω ‚βκε´, κατά μήνα Ιούνιον (α´)
Επινεμήσεως Γ´
Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος εν Χριστώ ευχέτης.
+ ο Κολωνείας Αθανάσιος εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Γορτύνης και Αρκαδίας Μακάριος εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου Ανδρέας εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Βελγίου Αθηναγόρας εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας Παΐσιος εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Ατλάντας Σεβαστιανός εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Κυδωνιών Αθηναγόρας εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Σηλυβρίας Μάξιμος εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Αυστραλίας Μακάριος εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Ελβετίας Μάξιμος εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Ιρλανδίας Ιάκωβος εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Μεξικού Ιάκωβος εν Χριστώ ευχέτης