Το ελληνικό υπουργείο Παιδείας θέτει επί τάπητος τα μέτρια αποτελέσματα της χώρας μας στον διαγωνισμό PISA του ΟΟΣΑ, την ίδια στιγμή που η Φινλανδία –προεδρεύουσα χώρα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης– διοργανώνει από χθες διήμερο συνέδριο για τη μελέτη της εκπαίδευσης στην Ευρώπη υπό το πρίσμα της φιλοσοφίας του διαγωνισμού. Στο συνέδριο μετέχουν ο νέος προέδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) κ. Γιάννης Aντωνίου και η κ. Χρύσα Σοφιανοπούλου, μέλους του Δ.Σ. του ΙΕΠ και εθνική συντονίστρια για τον PISA.
Ειδικότερα, την Πέμπτη η κ. Σοφιανοπούλου θα εισηγηθεί στο ΙΕΠ τη σύσταση επιτροπής για τη μελέτη των αποτελεσμάτων του PISΑ και πώς η φιλοσοφία του διαγωνισμού θα «περάσει» στα νέα προγράμματα σπουδών που θα καταρτίσει το υπουργείο Παιδείας. Μέχρι τον προσεχή Ιούνιο τα προγράμματα θα έχουν επικαιροποιηθεί με στόχο την καλλιέργεια νέων δεξιοτήτων, όπως η κριτική σκέψη και η συνεργατικότητα. Ο PISA εστιάζει στον βαθμό που οι μαθητές μπορούν να αξιοποιούν τις γνώσεις τους στις προκλήσεις της καθημερινής ζωής, ενώ ένας εξίσου βασικός στόχος του είναι η συσχέτιση των επιδόσεων των μαθητών με δημογραφικά, κοινωνικά, οικονομικά χαρακτηριστικά και με τα χαρακτηριστικά και τις εκπαιδευτικές πρακτικές των σχολείων τους. Η ανάγκη αλλαγής πλεύσης στην Ελλάδα καταδεικνύεται από τις διαχρονικά μέτριες επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στον διαγωνισμό. Στον διαγωνισμό του 2018, συγκέντρωσαν 457 στην κατανόηση κειμένου (487 ο μ.ό. του ΟΟΣΑ), 451 μονάδες στα μαθηματικά (μ.ό. 489) και 452 μονάδες στις φυσικές επιστήμες (489 ο μ.ό.). Μάλιστα, η ποιοτική ανάλυση των αποτελεσμάτων καταδεικνύει την αδυναμία του ελληνικού σχολείου να αμβλύνει τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες. Το ποσοστό των Ελλήνων με υψηλές επιδόσεις σε ένα τουλάχιστον αντικείμενο ήταν 6,2% (15,7 μ.ό.) και εκείνο με χαμηλές επιδόσεις και στα τρία αντικείμενα 19,9% (μ.ό. 13,4). «Οι μαθητές πρέπει να είναι σε θέση να σκεφθούν πέρα από τα όρια της σχολικής ύλης, να εφαρμόσουν τις γνώσεις τους δημιουργικά σε πρωτόγνωρες γι’ αυτούς καταστάσεις και να επιδείξουν αποτελεσματικές στρατηγικές προσαρμογής στα προβλήματα που τους τίθενται», ανέφερε στην «Κ» η κ. Σοφιανοπούλου, εστιάζοντας στον στόχο της άμβλυνσης των εκπαιδευτικών ανισοτήτων λόγω του κοινωνικο-οικονομικού προφίλ των μαθητών.
Από την άλλη, το πόρισμα της ειδικής επιστημονικής επιτροπής που συγκροτήθηκε από τον τέως υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου για τη μελέτη των μέτριων αποτελεσμάτων της Ελλάδας στον PISA έδειξε ότι η πλειονότητα των εκπαιδευτικών υιοθετεί μετωπική μέθοδο διδασκαλίας και δεν προσαρμόζει το μάθημα στις ανάγκες και στο γνωστικό επίπεδο της εποχής. Δεν φαίνεται επίσης να είναι αποτελεσματική η αξιολόγηση των μαθητών, η οποία βασίζεται σε ξεπερασμένη μεθοδολογία. Επίσης, οι μαθητές δεν βελτιώνονται μέσω των παρατηρήσεων των δασκάλων τους, διότι η αξιολόγηση – βαθμολόγηση γίνεται μηχανιστικά και διεκπεραιωτικά. Υπάρχουν βέβαια, ως γνωστόν, οι ελλείψεις του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος σε προσωπικό και υποδομές και τα μεγάλα σε αριθμό μαθητών τμήματα.
Τέλος, χθες, στο υπουργείο Παιδείας διοργανώθηκε ημερίδα για τους τρόπους προσέλκυσης φοιτητών από χώρες, εκτός Ε.Ε. όπως οι ΗΠΑ, από τα ελληνικά ΑΕΙ.ΠΗΓΗ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Τα σχόλια είναι κλειστά.