Στην εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα τα ελληνικά πανεπιστήμια αναφέρθηκε η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου, υποστηρίζοντας ότι το ακαδημαϊκό τοπίο χαρακτηρίζεται πλέον από έντονες ανισότητες και απουσία ουσιαστικής πίεσης προς τους φοιτητές.
Μιλώντας ανήμερα των Χριστουγέννων στην ΕΡΤ, η Σώτη Τριανταφύλλου σημείωσε ότι «δεν υπάρχει πια ο μέσος όρος», καθώς, όπως είπε, από τη μία πλευρά βρίσκονται οι πολύ καλοί φοιτητές –«εκείνοι που τρέχουν γρήγορα»– και από την άλλη μια ευρεία μάζα που στερείται ακόμη και στοιχειωδών γνώσεων. Αφορμή για τη σχετική συζήτηση αποτέλεσε και η προσωπική της εμπειρία, καθώς, όπως αποκάλυψε, σπουδάζει για τρίτη φορά τα τελευταία 1,5 χρόνια στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η συγγραφέας υποστήριξε ότι η είσοδος στην ανώτατη εκπαίδευση έχει διευκολυνθεί υπερβολικά, τονίζοντας πως «μπαίνουν στα πανεπιστήμια άνθρωποι που δεν έχουν τα φόντα». Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «οι εξετάσεις είναι πολύ εύκολες, συχνά προσχηματικές, δεν υπάρχουν ουσιαστικές απαιτήσεις ούτε ακαδημαϊκή πίεση για να προσπαθήσει κάποιος περισσότερο». Παράλληλα, εξέφρασε την άποψη ότι θα έπρεπε σταδιακά να αλλάξει ο τρόπος εισαγωγής στα ΑΕΙ, με βασικό κριτήριο τον βαθμό του απολυτηρίου.
Με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο της για την ιστορία του φασισμού, η Σώτη Τριανταφύλλου επισήμανε ότι πρόκειται για ένα συγκεκριμένο ιστορικό και ιδεολογικό φαινόμενο, το οποίο οφείλει να εξετάζεται στο πλαίσιο των συνθηκών της εποχής του. Παρά ταύτα, σημείωσε ότι η συχνή χρήση του όρου στον δημόσιο λόγο δεν είναι τυχαία, καθώς σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές εμφανίζουν στοιχεία αυταρχισμού, βίας και υπονόμευσης των δημοκρατικών θεσμών.
Αναφερόμενη στις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία και ευρύτερα στην Ευρώπη, υπογράμμισε ότι η άνοδος λαϊκιστικών και αυταρχικών δυνάμεων συνδέεται με υπαρκτά και διαχρονικά προβλήματα, όπως η δυσκολία ένταξης μεγάλου αριθμού μη ευρωπαίων μεταναστών και οι εντάσεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι η δημαγωγία αποτελεί μεν βασικό στοιχείο του φασισμού, χωρίς να ταυτίζεται αυτομάτως με αυτόν.
Ιδιαίτερη μνεία έκανε και στις παραχωρήσεις που, όπως είπε, πραγματοποιούνται στο όνομα της πολιτικής ορθότητας, επισημαίνοντας ότι σε ορισμένες περιπτώσεις συγκρούονται με τις αρχές του Διαφωτισμού και του κοσμικού κράτους. Ως παράδειγμα ανέφερε τη Γαλλία, όπου –παρά το θεσμικό πλαίσιο της κοσμικότητας– παρατηρούνται, σύμφωνα με την ίδια, αποκλίσεις στην καθημερινή πρακτική που επηρεάζουν την ευρωπαϊκή πολιτισμική ταυτότητα.
Τέλος, σχολιάζοντας τις εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολτείες, η Σώτη Τριανταφύλλου αναφέρθηκε στον ρόλο της λεγόμενης «χαρισματικής ηγεσίας», την οποία χαρακτήρισε έννοια με αρνητικό περιεχόμενο, καθώς αφορά ηγέτες που ελκύουν και χειραγωγούν τις μάζες. Όπως σημείωσε, η πολιτική παρουσία του Ντόναλντ Τραμπ έχει επηρεάσει το ύφος της πολιτικής ζωής και έχει προκαλέσει φθορά στους θεσμούς, με τη συναίνεση ή τη σιωπή μέρους του πολιτικού προσωπικού.








