13ωρο η κορυφή του παγόβουνου – ο Έλληνας δούλευε ήδη περισσότερο από κάθε Ευρωπαίο

Ημερομηνία:

Την ώρα που η Ελλάδα εμφανίζει τις περισσότερες ώρες εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ενώ πολλές χώρες μειώνουν τον χρόνο εργασίας, εγείρονται ερωτήματα για την σκοπιμότητα του νέου νομοσχεδίου για το 13ωρο.

Ηψήφιση του νέου εργασιακού νομοσχεδίου, που επιτρέπει έως και 13 ώρες εργασίας την ημέρα υπό προϋποθέσεις, έφερε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης το ζήτημα της υπερεργασίας στην Ελλάδα.

Οι Έλληνες δουλεύουν ήδη περισσότερες ώρες από όλους τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat.

Σε αυτό το πλαίσιο, τι σημαίνει η θεσμοθέτηση του «13ώρου» σε μια χώρα όπου οι εργαζόμενοι καταγράφουν ήδη τις περισσότερες ώρες εργασίας στην Ευρώπη; Ποια είναι η σκοπιμότητα ενός τέτοιου μέτρου;

Οι περισσότερες ώρες εργασίας θα αποφέρουν μεγαλύτερη παραγωγικότητα και περισσότερες απολαβές για τους εργαζόμενους; Αυτοί φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί.

Γιατί οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο από όλους;/ Η Ελλάδα καταγράφει τις περισσότερες εργατοώρες στην ΕΕ
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, οι Έλληνες εργαζόμενοι εργάζονται κατά μέσο όρο τις περισσότερες ώρες την εβδομάδα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η μέση εργάσιμη εβδομάδα στην ΕΕ ήταν 36,0 ώρες (για άτομα 20–64 ετών, σε πλήρη ή μερική απασχόληση).

Στην Ελλάδα όμως έφτασε τις 39,8 ώρες, την υψηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών. Ακολουθούν η Βουλγαρία (39,0 ώρες), η Πολωνία (38,9) και η Ρουμανία (38,8), ενώ στον αντίποδα η Ολλανδία με μόλις 32,1 ώρες καταγράφει τις λιγότερες ώρες εργασίας στην Ευρώπη.

Χώρες όπως η Αυστρία, η Γερμανία και η Δανία βρίσκονται κοντά στις 34 ώρες εβδομαδιαίως. Επιπλέον, διαχρονικά παρατηρείται μία τάση μείωσης. Ο μέσος χρόνος εργασίας στην ΕΕ ήταν 37 ώρες το 2014 και έχει υποχωρήσει κατά μία ώρα μέσα σε μια δεκαετία. Αυτό έχει να κάνει με την τάση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες να μειώνονται οι εργατοώρες στη λογική πως ένα εργαζόμενο άτομο μπορεί να είναι πιο παραγωγικό αν δουλεύει λιγότερο.

Με το νομοσχέδιο που πέρασε φαίνεται πως η Ελλάδα είναι σε μια εκ δια μέτρου αντίθετη λογική.

Αυτή η ψαλίδα μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης είναι ξεκάθαρη σύμφωνα με τα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας (Eurostat).

Σε χώρες της δυτικής Ευρώπης με παράδοση συντομότερων χρόνων εργασίας ένα πολύ μικρό μέρος του εργατικού δυναμικού εργάζεται περισσότερες από 40 ώρες. Μόλις ένα στα δέκα εργαζόμενα άτομα δουλεύει περισσότερες από 40 ώρες σε χώρες όπως το Βέλγιο, η Γαλλία και η Δανία.

Στην αντίπερα όχθη, σε κράτη όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία σχεδόν 8 στους 10 εργαζομένους εργάζονται περί τις 40 ώρες εβδομαδιαίως.

Η Ελλάδα, με μέσο όρο σχεδόν 40 ώρες, συγκαταλέγεται στις χώρες όπου το πλήρες ωράριο είναι σημαντικά πιο εκτεταμένο. Με δεδομένα αυτά τα στοιχεία, δεν προκαλεί έκπληξη το ότι η Ελλάδα χαρακτηρίζεται συχνά ως «πρωταθλήτρια» Ευρώπης στην υπερεργασία.

Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ πλήρους και μερικής απασχόλησης
Η υψηλή μέση επίδοση της Ελλάδας στις εργάσιμες ώρες σχετίζεται και με τη χαμηλή διάδοση της μερικής απασχόλησης. Σε χώρες όπως η Ολλανδία, πολλά εργαζόμενα άτομα απασχολούνται με μειωμένο ωράριο, κάτι που ρίχνει τον συνολικό μέσο όρο ωρών. Σε τέτοιου τύπου οικονομίες ακόμα και το καθεστώς ημιαπασχόλησης μπορεί να εξασφαλίσει για ένα άτομο μια οικονομική σταθερότητα.

Αντιθέτως, στην Ελλάδα η μερική απασχόληση είναι λιγότερο διαδεδομένη, με αποτέλεσμα η πλειοψηφία να βρίσκεται σε συμβάσεις πλήρους απασχόλησης σε μια προσπάθεια μεγιστοποίησης των οικονομικών απολαβών.

Εξετάζοντας τα στοιχεία για τους πλήρως απασχολούμενους, αναδεικνύεται και μια αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών. Σε όλη την ΕΕ, οι άνδρες που εργάζονται πλήρες ωράριο δουλεύουν κατά μέσο όρο λίγο περισσότερες ώρες την εβδομάδα από τις γυναίκες (39,6 ώρες έναντι 37,7 ώρες το 2024).

Στην Ελλάδα όμως το χάσμα είναι από τα μεγαλύτερα στην ΕΕ. Οι άνδρες με πλήρες ωράριο εργάζονται 42,4 ώρες την εβδομάδα, ενώ οι γυναίκες 39,1 ώρες κατά μέσο όρο. Μάλιστα, η Ελλάδα ήταν μία από τις μόλις τρεις χώρες της ΕΕ όπου το οι άνδρες δούλευαν πάνω από 40 ώρες κατά μέσο όρο.

Οι άλλες ήταν η Πολωνία (40,7 ώρες) και η Κύπρος (40,5). Οι Ελληνίδες εργαζόμενες πλήρους απασχόλησης, με 39 ώρες την εβδομάδα, συγκαταλέγονται επίσης στις πιο επιβαρυμένες με εργατοώρες μεταξύ των γυναικών στην Ευρώπη.

Για τους εργαζόμενους με μερική απασχόληση, τα ευρωπαϊκά δεδομένα δείχνουν μια διαφορετική εικόνα. Κατά μέσο όρο, άνδρες και γυναίκες ημιαπασχολούμενοι στην ΕΕ δουλεύουν περίπου 22 ώρες την εβδομάδα. Σε ορισμένες χώρες, οι γυναίκες με μειωμένο ωράριο εργάζονται λίγο περισσότερο από τους άνδρες (π.χ. Δανία, 21,1 ώρες έναντι 18,1) ενώ αλλού συμβαίνει το αντίθετο (π.χ. Ρουμανία, όπου οι άνδρες ημιαπασχολούμενοι δουλεύουν 26,5 ώρες έναντι 24,5 των γυναικών).

Μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι: Ποιος δουλεύει περισσότερο;

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η διαφορά στον χρόνο εργασίας μεταξύ μισθωτών (υπαλλήλων) και αυτοαπασχολουμένων. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, οι αυτοαπασχολούμενοι, ιδιαίτερα όσοι δεν έχουν προσωπικό, δηλαδή οι ελεύθεροι επαγγελματίες τείνουν να εργάζονται περισσότερες ώρες την εβδομάδα από τους μισθωτούς. Αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι πολλοί μικροεπιχειρηματίες ή επαγγελματίες συχνά εργάζονται πέραν του καθιερωμένου 8ώρου προκειμένου να κρατήσουν ενεργές τις δραστηριότητές τους.

Και πάλι, η Ελλάδα ξεχωρίζει σε αυτόν τον τομέα. Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς υπαλλήλους στην Ελλάδα δούλευαν 46,6 ώρες την εβδομάδα κατά μέσο όρο, τις περισσότερες από κάθε άλλη χώρα της ΕΕ. Η επίδοση αυτή ξεπερνά ακόμη και χώρες με παράδοση πολλών ωρών, όπως η Ισπανία, το Βέλγιο ή η Πολωνία (όλες γύρω στις 43 ώρες για αντίστοιχους εργαζόμενους).

Αντίθετα, ένας μισθωτός εργαζόμενος στην Ευρώπη είχε συνήθως κάτω από 40 ώρες την εβδομάδα – ενδεικτικά, στην Ολλανδία ο μέσος μισθωτός δούλευε μόνο 32,1 ώρες, στη Γερμανία 34,6 και στη Δανία 34,0 ώρες. Στην Ελλάδα, ο μέσος μισθωτός πλησιάζει το παραδοσιακό 40ωρο (λίγο κάτω από 39-40 ώρες υπολογίζεται), ενώ σε ορισμένες άλλες χώρες (όπως η Κύπρος και η Ρουμανία) φτάνει οριακά ή ξεπερνά για λίγο τις 40 ώρες.

Η διαφορά μεταξύ αυτοαπασχολούμενων και υπαλλήλων φωτίζει μια σημαντική πτυχή της ελληνικής αγοράς εργασίας. Πολλοί μικροεπιχειρηματίες, αγρότες και ελεύθεροι επαγγελματίες στη χώρα εργάζονται πολλές ώρες, διαμορφώνοντας έτσι έναν υψηλό εθνικό μέσο όρο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι κλάδοι με τα μεγαλύτερα ωράρια πανευρωπαϊκά είναι η γεωργία, δασοκομία και αλιεία, όπου ο μέσος όρος φτάνει τις 41,2 ώρες την εβδομάδα, η εξόρυξη και λατομεία με 38,8 ώρες και οι κατασκευές με 38,7 ώρες.

Αντίθετα, οι κλάδοι με τις λιγότερες εργατοώρες είναι εκείνοι των οικιακών υπηρεσιών (26,7 ώρες), της εκπαίδευσης (31,9 ώρες) και των τεχνών, της ψυχαγωγίας και της αναψυχής (32,9 ώρες), σύμφωνα με την Eurostat (2024).

Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν πόσο έντονα διαφοροποιείται το ωράριο ανά κλάδο, επιβεβαιώνοντας ότι οι πιο χειρωνακτικές και εποχικές εργασίες, όπως η γεωργία και οι κατασκευές, καταγράφουν τις περισσότερες εργατοώρες, ενώ τομείς όπως η εκπαίδευση ή ο πολιτισμός χαρακτηρίζονται από λιγότερες ώρες εργασίας.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως αυτές οι ώρες αφορούν τις καταγεγραμμένες και δηλωμένες ώρες εργασίας. Συχνά, στους τομείς της εκπαίδευσης και του πολιτισμού άτομα εργάζονται άτυπα ή χωρίς να δηλώνεται ο χρόνος εργασίας τους.

Εύκολα γίνεται κατανοητό πως αυτός ο αστερίσκος θα ανέβαζε ακόμα περισσότερο τον μέσο όρο εργασίας συνολικότερα.

Το νομοσχέδιο του 13ώρου – διευκόλυνση ή εξάντληση των εργαζομένων;

Αυτά τα δεδομένα δημιουργούν ένα πλαίσιο για την αξιολόγηση του νέου ελληνικού εργασιακού νόμου. Το νομοσχέδιο, με τίτλο «Δίκαιη εργασία για όλους», μεταξύ άλλων δίνει τη δυνατότητα σε έναν εργαζόμενο να απασχολείται έως 13 ώρες την ημέρα για έναν μόνο εργοδότη, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η ρύθμιση αυτή παρουσιάστηκε ως εξαιρετικό μέτρο.

Προβλέπεται ότι μπορεί να εφαρμοστεί έως 37 ημέρες τον χρόνο, δηλαδή κατά μέσο όρο έως 3 φορές τον μήνα. Ουσιαστικά, επιτρέπει σε έναν εργαζόμενο να εργάζεται παραπάνω από το 8ωρο (με νόμιμες υπερωρίες) σε ορισμένες περιπτώσεις, διατηρώντας όμως το ανώτατο όριο των 48 ωρών εργασίας την εβδομάδα που θέτει η ευρωπαϊκή νομοθεσία (Οδηγία 2003/88/ΕΚ).

Ποιες είναι οι δικλίδες ασφαλείας αυτού του μέτρου; Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, απαιτείται η ρητή συναίνεση του εργαζομένου, η προστασία από απόλυση αν εκείνος αρνηθεί να δουλέψει υπερεργασία, η προσαυξημένη αμοιβή για τις επιπλέον ώρες και η τήρηση του δικαιώματος για 11 συνεχόμενες ώρες ανάπαυσης μεταξύ δύο βαρδιών, καθώς και του εβδομαδιαίου ανώτατου ορίου των 48 ωρών εργασίας.

Επίσης, ορισμένοι κλάδοι εξαιρούνται ρητά από το 13ωρο (όπως σούπερ μάρκετ και βιομηχανίες) διότι σε αυτές τις περιπτώσεις ένα τόσο εκτεταμένο ωράριο, μαζί με το απαιτούμενο διάλειμμα, θα παραβίαζε το υποχρεωτικό 11ωρο ανάπαυσης.

Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το μέτρο αυτό δεν αποτελεί πρόσκληση για γενίκευση των εξαντλητικών ωραρίων, αλλά μια επιλογή ευελιξίας που ήδη υπάρχει στην πράξη και απλώς θεσμοθετείται.

Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά στη Βουλή η υπουργός Εργασίας, «το μόνο που αλλάζει είναι ότι κάτι που σήμερα ήδη γίνεται σε δύο εργοδότες, δηλ. η απασχόληση έως 13 ώρες, [να] έχει την επιλογή ο εργαζόμενος να το κάνει σε έναν, χωρίς να μετακινείται, και με συν 40% αύξηση στις αποδοχές του».

Με άλλα λόγια, πολλοί εργαζόμενοι ήδη συνδυάζουν δύο δουλειές (π.χ. μια πρωινή και μια απογευματινή ημιαπασχόληση) φτάνοντας συνολικά μέχρι 12-13 ώρες εργασίας την ημέρα. Πλέον, θα μπορούν –αν το επιλέξουν και συμφωνήσει και ο εργοδότης– να συγκεντρώνουν αυτές τις ώρες σε έναν εργοδότη, με τις ανάλογες υπερωριακές αμοιβές.

Η κυβέρνηση επιμένει ότι η ρύθμιση αυτή δίνει περισσότερες δυνατότητες στον εργαζόμενο να διαμορφώνει το χρόνο εργασίας του και συνοδεύτηκε από άλλα μέτρα όπως η κατοχύρωση της τετραήμερης εργασίας (4 ημέρες την εβδομάδα με 10 ώρες την ημέρα, διατηρώντας το 40ωρο) για όσους το επιθυμούν. Πράγματι, το ίδιο νομοσχέδιο προβλέπει ότι ένας εργαζόμενος μπορεί με συμφωνία εργοδότη να εργάζεται 4 ημέρες των 10 ωρών και να παίρνει τρεις μέρες ρεπό, δίχως μείωση αποδοχών – ένα μέτρο που μπορεί να ωφελήσει π.χ. εργαζόμενους γονείς.

Από τη μια λοιπόν δίνεται η δυνατότητα για πιο σύντομη εβδομάδα εργασίας, κι από την άλλη ανοίγει ένα παράθυρο για μεγαλύτερες ημέρες εργασίας σε ειδικές περιστάσεις.

Ωστόσο, το επίμαχο «13ωρο» προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και έχει εγείρει σειρά από ερωτήματα. Συνδικάτα και αντιπολίτευση ανησυχούν ότι, παρά τις ασφαλιστικές δικλίδες, στην πράξη μπορεί να ασκηθεί πίεση στους εργαζόμενους να αποδεχθούν εξαντλητικά ωράρια, ειδικά σε μια αγορά εργασίας όπου η διαπραγματευτική δύναμη δεν είναι πάντα με το μέρος τους.

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ), ένας συνταγματικά κατοχυρωμένος θεσμός που γνωμοδότησε επί του νομοσχεδίου, ήταν ιδιαίτερα καυστική. Τόνισε ότι οι αλλαγές αυτές δεν προηγήθηκαν ευρέος κοινωνικού διαλόγου και αμφισβήτησε ευθέως τη λογική πως περισσότερες ώρες δουλειάς θα φέρουν κάτι θετικό.

Σύμφωνα με την έκθεση της ΟΚΕ, οι Έλληνες ήδη εργάζονται πολύ περισσότερες ώρες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όμως το χάσμα παραγωγικότητας παραμένει αγεφύρωτο. Πράγματι, τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα, ενώ είναι πρωταθλήτρια στις ώρες εργασίας, έχει από τις χαμηλότερες παραγωγικότητες ανά ώρα στην ΕΕ. Μόνο περίπου 32 ευρώ ΑΕΠ παράγονται ανά εργάσιμη ώρα στην Ελλάδα, έναντι 51 ευρώ που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ (ενδεικτικά, στη Δανία η παραγωγικότητα ανά ώρα φτάνει τα 89€ και στη Γερμανία τα 70€).

Με βάση αυτά, η ΟΚΕ υπογραμμίζει ότι «περισσότερες ώρες εργασίας δεν σημαίνουν και μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Ίσα-ίσα, μπορεί να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα».

Οι χώρες με τις λιγότερες ώρες εργασίας συχνά έχουν την υψηλότερη παραγωγικότητα. Αντίστροφα, οι χώρες όπου οι εργαζόμενοι δουλεύουν τις περισσότερες ώρες (όπως η Ελλάδα και η Βουλγαρία) τείνουν να εμφανίζουν χαμηλότερους μισθούς και μικρότερη οικονομική αποδοτικότητα. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που η ΟΚΕ χαρακτήρισε τις σχετικές ρυθμίσεις «βραχυπρόθεσμες» και προειδοποίησε ότι «ο γόρδιος δεσμός της παραγωγικότητας δεν λύνεται με μέτρα που οδηγούν σε εργασιακή εξουθένωση».

Γιατί, λοιπόν, χρειαζόμαστε ένα 13ωρο νόμο; Το ερώτημα αυτό πλανάται στη δημόσια συζήτηση.

Σε μια χώρα όπου ήδη δουλεύουμε περισσότερο από σχεδόν όλους στην Ευρώπη, η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι προσφέρει επιλογές ευελιξίας και προσαρμογής στη σύγχρονη πραγματικότητα. Από την άλλη πλευρά, οι επικριτές θεωρούν ότι θεσμοθετείται de facto η υπερεργασία, αντί να αντιμετωπιστούν τα βαθύτερα προβλήματα της αγοράς εργασίας.

Θα οδηγήσει άραγε το μέτρο αυτό σε μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα ή σε εξάντληση των εργαζομένων;

Θα αξιοποιηθεί ως εργαλείο από τους εργαζόμενους ή ως μέσο πίεσης από απαιτητικούς εργοδότες;https://www.tovima.gr/editor/elafropoulos-dimitris/

Προηγούμενο Άρθρο
placeholder text
Επόμενο Άρθρο
placeholder text

Φθηνότερα από πέρυσι πετρέλαιο θέρμανσης και βενζίνη...

Θετικά μηνύματα για τους καταναλωτές στην έναρξη της χειμερινής...

Μερομήνια της 28ης Οκτωβρίου: Η ημέρα που...

Τα μερομήνια είναι η λαϊκή παράδοση που συνδέει κάθε...

Φθηνότερα από πέρυσι πετρέλαιο θέρμανσης και βενζίνη...

Θετικά μηνύματα για τους καταναλωτές στην έναρξη της χειμερινής...

Μερομήνια της 28ης Οκτωβρίου: Η ημέρα που...

Τα μερομήνια είναι η λαϊκή παράδοση που συνδέει κάθε...
politika-kritis-header-ad
VAVOULAS GROUP 728×90
politika-kritis-ad
CANALE 300X250
politika-kritis-ad

Subscribe

spot_imgspot_img

Popular

More like this
Related

Μερομήνια της 28ης Οκτωβρίου: Η ημέρα που «προβλέπει» τον χειμώνα

Τα μερομήνια είναι η λαϊκή παράδοση που συνδέει κάθε...

Όραση: Δυνατή η αναστροφή της πτώσης της λόγω ηλικίας

Σημάδια αναστροφής της μείωσης της όρασης λόγω ηλικίας είδαν...