Η αύξηση της θερμοκρασίας στην Μεσόγειο Θάλασσα, η οξίνιση και η άνοδος της στάθμης απειλούν τη βιοποικιλότητα, τα αλιευτικά αποθέματα και τα βασικά παράκτια οικοσυστήματα.
Η Μεσόγειος Θάλασσα κατέγραψε τον θερμότερο Ιούλιο που έχει καταγραφεί ποτέ, με μέση θερμοκρασία της επιφάνειας της 26,68 °C, σύμφωνα με στοιχεία της Mercator Ocean International, η οποία διαχειρίζεται την υπηρεσία Copernicus Marine Service.
Η εκτεταμένη αύξηση της θερμοκρασίας είχε ως αποτέλεσμα το 95 % της Μεσογείου να παρουσιάζει θερμοκρασίες άνω του μέσου όρου, ενώ το 63 % υπερέβαινε τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο κατά τουλάχιστον ένα βαθμό και το 40 % κατά τουλάχιστον δύο βαθμούς.
Η δυτική Μεσόγειος έχει επηρεαστεί περισσότερο από αυτές τις «ακραίες ανωμαλίες», σύμφωνα με την Mercator Ocean International.
Τι δείχνει η νέα έρευνα
Τώρα, σύμφωνα με το euronews, μια νέα επιστημονική μελέτη ρίχνει φως στο πόσο σοβαρή έχει γίνει η απειλή της αύξησης της θερμοκρασίας της θάλασσας στην περιοχή.
Μια μετα-ανάλυση που διεξήχθη από ειδικούς του GEOMAR Helmholtz Centre for Ocean Research Kiel και δημοσιεύθηκε στο Scientific Reports, εξέτασε 131 επιστημονικές μελέτες για τη Μεσόγειο.
Τα ευρήματά της δείχνουν ότι ακόμη και μια μέτρια επιπλέον αύξηση της θερμοκρασίας, μόλις 0,8 °C πάνω από τα τρέχοντα επίπεδα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μη αναστρέψιμη ζημιά στη θαλάσσια βιοποικιλότητα, στους ιχθυοπληθυσμούς και στα ευάλωτα παράκτια
In 2014, #CopernicusMarine officially launched, building on the legacy of #MERSEA & #MyOcean 🌊
The service became fully operational under @MercatorOcean, a milestone that set the course for a decade of #OceanData and innovation 📊 pic.twitter.com/Y6SQmQO1cZ
— Copernicus Marine (@CMEMS_EU) September 1, 2025
Η Μεσόγειος είναι ένα «hotspot» κλιματικής αλλαγής
Η Μεσόγειος Θάλασσα, όπως και η Βαλτική Θάλασσα ή η Μαύρη Θάλασσα, είναι ένα ημι-κλειστό υδάτινο σώμα που συνδέεται με τον παγκόσμιο ωκεανό μόνο μέσω του Στενού του Γιβραλτάρ.
Ως αποτέλεσμα, θερμαίνεται ταχύτερα και οξύνεται πιο έντονα από τον ανοιχτό ωκεανό. Η «οξίνιση»αυτή, όπως ονομάζεται, είναι η διαδικασία κατά την οποία το νερό των θαλασσών και ωκεανών γίνεται πιο όξινο (μειώνεται το pH του) εξαιτίας της απορρόφησης διοξειδίου του άνθρακα (CO₂) από την ατμόσφαιρα.
Τα νερά της θερμάνθηκαν κατά 1,3 °C μεταξύ 1982 και 2019, τρεις φορές ταχύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο των ωκεανών. Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) έχει προσδιορίσει τη Μεσόγειο ως σημείο κρίσιμης σημασίας για την κλιματική αλλαγή.
Είναι επίσης μία από τις σημαντικότερες περιοχές στον κόσμο όσον αφορά τη θαλάσσια βιοποικιλότητα και φιλοξενεί περισσότερα από 17.000 θαλάσσια είδη.
Πολλά από αυτά τα είδη βρίσκονται μόνο στη Μεσόγειο Θάλασσα, καθιστώντας την ένα σημαντικό σημείο αιχμής για τη βιοποικιλότητα.
Η θέρμανση που προκαλείται από την κλιματική αλλαγή, μαζί με άλλους παράγοντες πίεσης όπως η υπεραλίευση, η ρύπανση και η καταστροφή των οικοτόπων, αποτελεί σημαντικό παράγοντα που απειλεί τους θαλάσσιους και παράκτιους οικοτόπους της περιοχής.
«Οι συνέπειες της θέρμανσης δεν είναι μόνο προβλέψεις για το μέλλον, αλλά πολύ πραγματικές ζημίες που παρατηρούμε ήδη», δήλωσε ο Δρ Abed El Rahman Hassoun, βιογεωχημικός ωκεανογράφος στο GEOMAR Helmholtz Centre for Ocean Research Kiel.
Τα είδη πλαγκτόν έχουν ήδη αρχίσει να μεταβάλλονται, ενώ οι τοξικές ανθίσεις φυκιών και τα βακτήρια εμφανίζονται όλο και πιο συχνά.
«Η συνεχής αύξηση της θερμοκρασίας, της στάθμης της θάλασσας και της οξίνισης των ωκεανών προκαλεί σοβαρούς κινδύνους για το περιβάλλον στη Μεσόγειο Θάλασσα και γύρω από αυτήν».
Κανένα οικοσύστημα δεν είναι ανθεκτικό στη ζέστη
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν το πλαίσιο εκτίμησης κινδύνων «burning ember» της IPCC — ένα χρωματικά κωδικοποιημένο οπτικό εργαλείο που απεικονίζει πώς οι κίνδυνοι εντείνονται με κάθε βαθμό υπερθέρμανσης — για να αξιολογήσουν τις απειλές στα θαλάσσια και παράκτια οικοσυστήματα της Μεσογείου.
Το διάγραμμα, το λεγόμενο «Burning Ember» (καυτή θράκα) όπως ορίζεται από την IPCC, αξιολογεί τον κίνδυνο για τα οικοσυστήματα των ανοιχτών ωκεανών και των ακτών σε σχέση με τις προβλεπόμενες κλιματικές επιπτώσεις. Hassoun et al. (2025)