Κάποια στιγμή πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτό που πλέον παίζεται στη χώρα γύρω από τα Τέμπη και το αίτημα για δικαιοσύνη δεν αφορά μόνο την τιμωρία όσων είχαν όντως ευθύνη για το ότι χάθηκαν 57 ζωές. Διακυβεύεται και το εάν η ελληνική κοινωνία θα διατηρήσει έναν βαθμό εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Αν θα πειστεί ότι δεν είναι πλήρως χειραγωγημένοι και εργαλειοποιημένοι, ανίκανοι τελικά να υπερασπιστούν και να προστατεύσουν αξίες και δικαιώματα.
Γιατί μέχρι τώρα αυτό που έχει δει η κοινωνία είναι το ακριβώς αντίθετο: είδε την κυβέρνηση να επιμένει ότι δεν έχει καμιά πολιτική ευθύνη για ένα σκάνδαλο υποκλοπών όπου το συντονιστικό κέντρο ήταν το Μέγαρο Μαξίμου, είδε τη δικαιοσύνη να μη διερευνά καμία πολιτική ευθύνη για τις υποκλοπές θεωρώντας τις «ιδιωτική υπόθεση», είδε την κυβέρνηση να δίνει πλήρη άφεση αμαρτιών στον εαυτό της στην εξεταστική για τα Τέμπη και να υποστηρίζει πως όσοι της ασκούν κριτική διακινούν «θεωρίες συνωμοσίας» και είδε την κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή να ξεκινά μια προανακριτική για την περίπτωση Τριαντόπουλου μόνο και μόνο για να την τελειώσει πριν την ώρα της και να επιστρέψει την υπόθεση στη δικαιοσύνη.
Και τώρα έχουμε μια πολύ πιο σοβαρή υπόθεση που φτάνει στη Βουλή. Αυτή που αφορά τον ίδιο τον τότε αρμόδιο υπουργό Κώστα Καραμανλή. Που μπορεί να παραιτήθηκε τότε, όμως ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να τον συμπεριλάβει στα ψηφοδέλτια του κόμματος για να επανεκλεγεί, ενώ στην παρωδία εξεταστικής που ακολούθησε η κυβερνητική πλειοψηφία διαπίστωσε ότι «ουδέν μεμπτό» στο πώς διαχειρίστηκε η κυβέρνηση τον σιδηρόδρομο. Και αυτό παρότι η τραγωδία έγινε περίπου στο τέλος μιας ολόκληρης κυβερνητικής θητείας και άρα πολύ δύσκολα μπορούσε να αποδοθεί η κατάσταση στους προηγούμενους.
Τώρα ο ανακριτής έπεσε πάνω στο όνομα του υπουργού Καραμανλή, με βάση πολύ συγκεκριμένες καταθέσεις που αφορούν τη διαβόητη σύμβαση 717, η έγκαιρη υλοποίηση της οποίας θα σήμαινε πολύ απλά ότι δεν θα κινούνταν «τυφλά» δύο τρένα στην ίδια γραμμή.
Και ως όφειλε έστειλε αμελλητί τη δικογραφία στη Βουλή. Προφανώς, χωρίς να προχωρήσει σε οποιαδήποτε αξιολόγηση, γιατί αυτό ακριβώς λέει ο νόμος και το Σύνταγμα.
Πυρήνας δε αυτού του νόμου είναι η Βουλή, είναι αυτή που έχει την ευθύνη να ασκήσει δίωξη κατά μελών της κυβέρνησης για αδικήματα που αφορούν την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων.
Πράγμα που σημαίνει ότι η Βουλή καλείται να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Να κάνει πραγματική διερεύνηση και να ασκήσει δίωξη με βάση τις πραγματικές ενδείξεις και όχι με βάση οποιαδήποτε πολιτική εκδικητικότητα (ή αντίστοιχα διάθεση «προστασίας») ή όποια άλλη πολιτική ατζέντα.
Και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Γιατί μέχρι τώρα η κυβέρνηση, που δεν έχει μετατοπιστεί από το κεντρικό αφήγημα «διαχρονικό το πρόβλημα, δεν φέρουμε ούτε πολιτική ούτε ποινική ευθύνη» και η οποία κατηγορεί όσους της ασκούν κριτική για συνωμοσιολογία, δεν έχει δώσει κάποιες εγγυήσεις ότι θα αντιμετωπίσει την υπόθεση με τη σοβαρότητα που της αναλογεί. Για την ακρίβεια έχει δώσει σοβαρές ενδείξεις για το αντίθετο. Γιατί στην περίπτωση Τριαντόπουλου μπορεί να συναίνεσε αρχικά στη συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής, όμως πολύ σύντομα με έναν χειρισμό που επικρίθηκε ως προς το εάν είναι συμβατός με το πνεύμα του Συντάγματος επέλεξε να επιστρέψει την υπόθεση στη δικαιοσύνη. Προφανώς για να αποφύγει όλη τη φόρτιση που θα είχε μια πλήρης λειτουργία της προανακριτικής.
Τώρα, όμως, τα πράγματα είναι πιο σοβαρά. Η δικογραφία είναι μεγάλη και το ζήτημα των ευθυνών και παραλείψεων ως προς την υλοποίηση των έργων που θα εξασφάλιζαν ότι δεν είχε συμβεί η τραγωδία, κρίσιμο. Να το πούμε απλά: εάν ένας υπουργός ήξερε ότι υπήρχε θέμα με την ασφάλεια των συγκοινωνιών και δεν πήρε όλα τα μέτρα που θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει ένα τραγικό δυστύχημα, αυτή είναι μια βαριά ευθύνη πολιτική αλλά και ποινική.
Πράγμα που σημαίνει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια της κυβέρνησης να επιλέξει μια τακτική ανάλογη με αυτή που ακολουθήθηκε στην περίπτωση Τριαντόπουλου, απλώς θα εμπεδώσει την πεποίθηση ότι το μόνο που τη νοιάζει είναι να αποφύγει να αναλάβει την ευθύνη που της αναλογεί. Ιδίως εάν εκμεταλλευτεί την πλειοψηφία που διαθέτει στο κοινοβούλιο για να ασκηθεί δίωξη σε βαθμό πλημμελήματος.
Και δυστυχώς υπάρχουν αρκετά σημάδια ότι τα πράγματα κατατείνουν προς τα εκεί. Γιατί αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση εξακολουθεί να κινείται με βάση την αντίληψη ότι πραγματική ευθύνη δεν έχει και ότι αρκεί απλώς να διαχειριστεί καλύτερα το επικοινωνιακό κομμάτι και να δείξει ότι παράγει έργο. Φάνηκε αυτό και στις εξαγγελίες για τον σιδηρόδρομο που έγιναν το… 2025, ενώ υποτίθεται ότι η αναγκαιότητα τους ήταν δεδομένη ήδη από το 2019 όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε την πρωθυπουργία. Σαν να μην καταλαβαίνει η κυβέρνηση ότι στα μάτια ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας το να έρχεται να προτείνει κοντά στο τέλος του έκτου χρόνου διακυβέρνησης μέτρα που έπρεπε να είχαν ανακοινωθεί στον πρώτο, απλώς εμπεδώνει μια διάχυτη αίσθηση εμπαιγμού.
Όμως, ας μην έχουμε αυταπάτες, άλλη μια προανακριτική-παρωδία απλώς θα κάνει πιο βαθιά την πολιτική κρίση και θα εμπεδώσει μια αίσθηση θεσμικής ανυποληψίας. Χωρίς προφανώς να βελτιώσει καθόλου την «εικόνα» μιας κυβέρνησης που πρέπει να καταλάβει ότι το πρόβλημά της δεν είναι επικοινωνιακό, αλλά βαθιά πολιτικό.
Πράγμα που εκτός των άλλων υπογραμμίζει ότι η χώρα χρειάζεται και αποκατάσταση της λειτουργίας των θεσμών αλλά και τη διαμόρφωση επιτέλους μιας πειστικής εναλλακτικής προοδευτικής κυβερνητικής διεξόδου, εάν θέλουμε όντως να υπάρξει έξοδος από το σημερινό φαύλο κύκλο.