Η Κρήτη πέρα από τα στερεότυπα

Ημερομηνία:

11 άνθρωποι αφηγούνται στο ΒΗΜΑ τις ιστορίες τους

Η Κρήτη πέρα από τα στερεότυπα, είναι γεμάτη με δημιουργικούς ανθρώπους που έχουν πείσμα και όρεξη για προκοπή. Ανθρώπους που σέβονται τις παραδόσεις της και ζουν στο σήμερα, μακριά από παρερμηνείες των αξιών του παρελθόντος.
Κακώς εννοούμενες «παραδόσεις». Λέξεις νοήματα φέρουσες. Σε πολλές των περιπτώσεων νοήματα «κακοποιημένα». «Στην Κρήτη τα έθιμα είναι μετρημένα, οι άνθρωποι με τις πράξεις τους δείχνουν κάποιες φορές να το ξεχνούν και να το παρερμηνεύουν. Μέτρο, πειθαρχία και ταπεινότητα», αναφέρει ο Αντώνης Μαρτσάκης.

Για να συμπληρώσει η Βίκη Αρβελάκη: «υπάρχει ένα “λανσάρισμα” των παλιών ιδεών και συνηθειών που οι σύγχρονοι Κρητικοί στην πραγματικότητα τις αγνοούν παντελώς, κατά συνέπεια τις φαντάζονται, τις παραφράζουν και τις υιοθετούν κατά το δοκούν. Έτσι η ανάγκη κάποιων να συνεχίσουν την ταυτότητα τους ως αγέρωχοι Κρητικοί γίνεται παρωδία και γραφικότητα».

Νόμισμα με δύο όψεις ο κάθε τόπος.

Δραματική αύξηση των καταγγελιών ενδοοικογενειακής βίας στην Κρήτη με πάνω από 127 περιστατικά τον μήνα.

Αιματηρό επεισόδιο με πυροβολισμούς στις Μαλάδες ζωντανεύει τη βεντέτα των οικογενειών Ξυδάκη και Κοκολογιάννη.

Επί 4 ώρες μεθυσμένος και με αντιψυχωσικά ο 45χρονος που σκότωσε ένα 22χρονο παιδί. Οι αστυνομικοί δεν συνέλαβαν τον επιχειρηματία με τη διαδικασία του αυτόφωρου, παρά το γεγονός ότι με το αλκοτέστ βρέθηκε να είναι υπό την επήρεια μέθης.

Η μητέρα και ο σύντροφός της κακοποίησαν βάναυσα τον 3χρονο Άγγελο. Το παιδί δεν κατάφερε να κρατηθεί στη ζωή λόγω των βαρύτατων τραυμάτων του.

Δεν είναι αυτή η Κρήτη. Δεν ψάχνουμε τις «απαντήσεις» στα κακώς κείμενα. Τις ιστορίες των ανθρώπων θέλουμε να αναδείξουμε. Εκείνες τις ιστορίες που έχουν πίσω τους μια στάση ζωής και μια κουλτούρα που σέβεται το παρελθόν χωρίς να το παραγνωρίζει.

Εκείνες τις ιστορίες που έρχονται να υπενθυμίσουν ότι είναι άδικο -και άτοπο- η Κρήτη να στιγματίζεται από συγκεκριμένες πράξεις και συμπεριφορές.

Φωτεινές φωνές και πορείες ζωής, ως ηθικό «αντίβαρο» στην απηνή -ουκ ολίγες φορές- πραγματικότητα.

Μαριλένα Μηλαθιανάκη, Διευθύντρια του Μουσείου Καζαντζάκη
Κρήτη

Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χωριό κοντά στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ο πατέρας της, δεμένος με τη γη, μιλούσε στ΄ αμπέλια και στις ελιές του με την ίδια τρυφεράδα που μιλούσε και στην οικογένειά του. Η μητέρα της αγαπούσε τα γράμματα και τα ταξίδια.

Οι δύο αυτοί άνθρωποι έμαθαν στα παιδιά τους να αγαπούν τη κρητική γη, να μην φοβούνται τη δουλειά, να μην κάνουν κάτι να τους ντροπιάσουν, ν’ αγναντεύουν τον κόσμο από ψηλά και να ονειρεύονται.

Η Μαριλένα Μηλαθιανάκη, Διευθύντρια του Μουσείου Καζαντζάκη, κρατά σαν φυλαχτό όσα οι γονείς της θέλησαν να της μεταδώσουν, έχοντας πάντα την Κρήτη στην καρδιά της.

«Στα λίγα χρόνια των σπουδών μου στην Αθήνα στο Παιδαγωγικό τμήμα, η Κρήτη θέριεψε μέσα μου και εκείνη με τράβηξε πίσω στις ρίζες μου, στους ανθρώπους μου, στον τόπο μου, τον οποίο υπηρέτησα σε όλη μου τη ζωή», αναφέρει στο ΒΗΜΑ.

Η πιο έντονη παιδική της ανάμνηση μάς γυρίζει σε κάποιες οικογενειακές Κυριακές. «Οι γονείς μου μας πήγαιναν στο λιμάνι να δούμε τα καράβια που έφευγαν και τα ακολουθούσαμε μέχρι τον μόλο όπου έστριβαν και χάνονταν στο πέλαγος και ύστερα στο αεροδρόμιο να δούμε τα αεροπλάνα που χάνονταν στον ουρανό. Κι έτσι έμαθα πως ο κόσμος είναι πιο μεγάλος από το μικρό μου χωριουδάκι. Αγάπησα τα ταξίδια κι έκαμα όσα μπόρεσα κι ακόμη προσπαθώ».

«Αυτή είναι η Κρήτη μας. Απρόβλεπτη, κιμπάρισσα, ανοιχτοχέρα, περήφανη και αυστηρή».

Η Μαριλένα ήταν και παραμένει συνδεδεμένη με τον τόπο της. «Με τον Γιούχτα, το ανθρωπόμορφο βουνό που σαν βγεις στην κορυφή του αγναντεύεις τον Ψηλορείτη και τα Λασιθιώτικα βουνά, το κρητικό πέλαγος, το κάστρο του Νικηφόρου Φωκά, τον καταπράσινο κάμπο και τις πολύχρωμες Αρχάνες».

Μοιραία, η κουβέντα μας επιστρέφει ξανά και ξανά στον Καζαντζάκη. Τι σημαίνει για εκείνη το Μουσείο Καζαντζάκη; «Το Μουσείο Καζαντζάκη είναι για μένα το δώρο που μου δόθηκε να υπηρετήσω και κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ έχω μόνο μια έγνοια. Μην κάνω κάτι που να ντροπιάσω τον Νίκο Καζαντζάκη και την Κρήτη μας», αναφέρει αρχικά.

Και συμπληρώνει: «Πρόκειται για τον θεματοφύλακα του έργου του συγγραφέα, το πνευματικό του σπίτι. Δεν είναι μόνο ο χώρος που φυλάσσονται 50.000 τεκμήρια από τη ζωή και το έργο του, τα οποία με μεγάλο σεβασμό και επιστημοσύνη η ομάδα του Μουσείου συντηρεί, μελετά και αναδεικνύει.

Είναι μια ανοιχτή αγκαλιά για τους μαθητές που το επισκέπτονται καθημερινά και μαθαίνουν μέσα από προγράμματα για τον συγγραφέα, τον ταξιδευτή, τον διανοούμενο, τον άνθρωπο Νίκο Καζαντζάκη. Είναι μια αγκαλιά και για τα άτομα με αναπηρία καθώς είναι καθολικά προσβάσιμο και συμπεριληπτικό. Είναι πράσινο και φιλικό προς το περιβάλλον, απόλυτα προσανατολισμένο στον αγώνα ενάντια στην κλιματική κρίση.

Είναι ακόμη ψηφιακό και τεχνολογικά αναβαθμισμένο. Είναι τέλος ένας πυλώνας Πολιτισμού για την τοπική κοινότητα παράγοντας πολιτιστικά γεγονότα διεθνούς πλέον εμβέλειας».

Μετρά πλέον 42 χρόνια ζωής από την ίδρυση του από τον σπουδαίο σκηνογράφο Γιώργο Ανεμογιάννη και βαδίζει από την πρώτη στιγμή έναν Ανήφορο. «Οι λέξεις αγώνας, αντοχή και ποιότητα είναι αυτές που χαρακτηρίζουν το Μουσείο μας, μα και η κρητική λέξη κορφές.

Και έχει κατακτήσει πολλές με υψηλότερη την αναγνώριση του από το Υπουργείο Πολιτισμού ως το πρώτο αναγνωρισμένο Μουσείο στην Κρήτη. Σε αυτόν τον Ανήφορο έχω την τιμή να συνοδοιπορώ με την εκλεκτή ομάδα του Μουσείου και είμαι πραγματικά περήφανη και ευγνώμων».

Αν συναντούσε έναν άνθρωπο που δεν ξέρει τίποτα για το νησί της. Πώς θα το περιέγραφε; Ποια χρώματα θα έβαζε στην αφήγησή της; Με ποιες μυρωδιές θα την «έντυνε»; «Θα ‘λεγα καζαντζακικά πως η Κρήτη δεν είναι νησί, μα ένα θεριό που κείτεται στο πέλαγος. Είναι που εμείς οι κρητικοί δεν νιώθουμε νησιώτες.

Πόσο νησιώτης να νιώθει ο Ανωγειανός στα ριζά του Ψηλορείτη, ο Καπετανιανός που το χωριό του είναι μια αετοφωλιά στην κορφή των Αστερουσίων ορέων, ο Μεσσαρίτης που θέλει μέρες να διασχίσει τον κάμπο του.

Η Κρήτη μυρίζει φασκομηλιά, έρωντα και θυμάρι κι απ’ άκρη σ’ άκρη είναι γεμάτη χρώματα. Στα δυτικά καταπράσινη και στα ανατολικά με τα χρώματα της άνυδρης γης.

Ανεβαίνεις τα Αστερούσια και δεν βλέπεις ούτε πράσινο φύλλο και μόλις φτάσεις στην κορφή και αρχίζεις να κατηφορίζεις προς το Λιβυκό σε περιμένει ένα κατάφυτο πευκόδασος με τα πεύκα λυγισμένα από τον άνεμο και τα κλαδιά τους απλωμένα να αγκαλιάσουν το πέλαγος. Αυτή είναι η Κρήτη μας. Απρόβλεπτη, κιμπάρισσα, ανοιχτοχέρα, περήφανη και αυστηρή».

Ευαγγελία Ορφανουδάκη, παιδαγωγός και αφηγήτρια
Κρήτη
Photo Credits: Γεώργιος Καβουτσιώτης

«Προτρέπω: Πάρτε θυμάρι, ρίγανη, βασιλικό, αποξηραμένα ή φρέσκα, και θρουλίστε τα στις παλάμες σας • έχετε μια πρώτη ανάσα «ανοιχτωσάς» του κρητικού και γλυκύτητας. Πάρτε και χώμα, μα να σκάψετε βαθιά με τα νύχια, να φαγωθούνε, να’ ναι μαλακό και βρεγμενο • να νιώσετε τους κόπους των παλαιϊνών.

Κι εγώ μαζί σας. Το ‘κανα μικρή, να δω αν γίνεται, γιατί η γιαγιά μου η Βαγγελιά μού ‘λεγε πως δεν κόβανε, λέει, τα νύχια τους παλιά. Φαγωνόντουσαν απ’ τα χωράφια. Και μιας και λέμε για χωράφια, πάρτε και κλαδέψτε και μαζέψτε ντομάτες. Καρότσι, πολλές.

Δείτε μυρωδιές και πώς πρασινίζουν τα χέρια ίσαμε πάνω, τον αγκώνα. Στα θερμοκήπια μεγάλωσα, του πατέρα μου• ντομάτες ξέρω, ντομάτες μαρτυρώ. Τι άλλο; Πάρτε και ξύλο φρεσκοκομμένο, μυρωδιά μαραγκάδικου και θάλασσα- προσωπικές αναμνήσεις.

Κι από χρώματα, να μην γίνω γραφική, μα το κόκκινο θα πω: του πάθους. Υπάρχει πάθος στους Κρητικούς και τις Κρητικές σ’ ό,τι κάνουμε. Γενικολογώ, μα το νιώθω».

Έτσι θα περιέγραφε τη δική της Κρήτη η Ευαγγελία Ορφανουδάκη. Φύση καλλιτεχνική. Μια σύγχρονη «παραμυθού», όπως η ίδια με περηφάνεια λέει, κάνοντας τις πρώτες απαραίτητες συστάσεις. Παιδαγωγός και στην πορεία αφηγήτρια, η Ευαγγελία ξέρει να μπλέκει στα λόγια της τα τωρινά κάτι από τις αφηγήσεις των παλιών.

Γέννημα θρέμμα Κρητικιά, με μάνα Αρχανιώτισσα και πατέρα Μαριανό. «Ως τα πέντε μου, στις Αρχάνες Ηρακλείου και, μετά από διαδοχικές μετακομίσεις, στου Μαριού Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου. Δύο διαφορετικοί κόσμοι για τα πρώτα μου χρόνια, της δεκαετίας του ’90 και την εφηβεία μου αργότερα.

Τα μερακλίκια τα πήρα από τα ρεθεμνιώτικα, τον «κοσμοπολιτισμό» από τα αρχανιώτικα. Αστειεύομαι, μα έχει και μια δόση αλήθειας η κουβέντα αυτή», εξολογείται στο ΒΗΜΑ.

Για αλλού ξεκίνησε όμως τα σχέδια πήραν τροπή διαφορετική. Χορεύτρια ή ηθοποιό φανταζόταν τον εαυτό της, αλλά πού περιθώριο για τέτοια διεκδίκηση στα 18; Φυλάει ένα γαλαντόμο «Δεν πειράζει όμως. Σε καλό μού βγήκε. Έγινα παραμυθού, αφηγήτρια. Κάτι που συνδυάζει την εκπαίδευση και την κίνηση και το θέατρο – όλα σχεδόν.

Μάλλον από μικρή είχα «την πετριά», που λέμε. Τη λόξα, δηλαδή. Έλεγε πολλά το γλωσσαράκι μου. Γλωσσού με έλεγαν στο σχολείο. Θα πω μόνο πως όταν ειπα στον πατέρα μου για την πρώτη αφηγηματική παράσταση των Πλουμιστών Παραμυθιών, κι ότι ξεκινώ να λέω παραμύθια, αυτός απάντησε: «Ίντα ‘σύ τα λες απ’ όταν εγεννήθηκες». Χαμογελώ όταν το θυμάμαι».

«Μα, τά’ φερε η ζωή έτσι που ερωτεύτηκα Μοχιανό, κι είπα, υπάρχουν και τέτοιοι μερακλήδες; Χωρίς κούπες και μπαλωθιές;»

Με κόκκινη κλωστή δεμένη, όμοια με αυτή που υφαίνει τα παραμύθια, η ζωή της Ευαγγελίας συνδέθηκε με τον τόπο της. Με τους δρόμους εκείνους τους γνώριμους που ακόμα κι αν χαθείς κάπου θα σε καταλήξουν.

«Οι δρόμοι της Κρήτης». Αυτή είναι η απάντηση στην ερώτηση: ποιος είναι ο τόπος/σημείο στην Κρήτη με τον οποίο είσαι πιο πολύ συναισθηματικά δεμένη. «Με το σαραβαλάκι μου πάντα. Κι έχει κάνει, το καημένο, πολλά χιλιόμετρα, με πανιά και πιθάρια φορτωμένο, για τα Παραμύθια μου.

Έχουν μια δόση παραμυθιακής πορείας οι μεγάλες αποστάσεις – πολλά μπορεί να τύχουν, «δοκιμασίες». Το απολαμβάνω πολύ όμως. Σκέφτομαι, κι αν χαθώ, στην Κρήτη παραμένω, κάπου θα βγω. Κι έχω χαθεί πολλές φορές, δεν τα πάω καλά με το GPS».

Για λίγο το άφησε το νησί της, εκεί κοντά στην «πρώτη νιότη με εφηβική «επανάσταση» για την Αθήνα. Με πρόφαση τις σπουδές». Οι δρόμοι την οδήγησαν ξανά στη γεννέτειρά της. Με μάτια ανοιχτά και μυαλό καθάριο, ξέρει ότι το νησί έχει και τα δύσκολά του.

«Καλή η Κρήτη, μα έχει και τα στραβά της. Κρουβόμουνα, έπρεπε να πάρω αέρα. Έλεγα πως δεν θα ξανακατέβω. Μόνο ως τουρίστρια. Μα, τά’ φερε η ζωή έτσι που ερωτεύτηκα Μοχιανό, κι είπα, υπάρχουν και τέτοιοι μερακλήδες; Χωρίς κούπες και μπαλωθιές;

Με αφορμή τον Αλέκο γνώρισα και μιαν άλλη Κρήτη, την ανατολική• πιο γλυκείς ανθρώποι, άλλη η αίσθηση της κοινότητας. Κι έτσι, επαναπατρίστηκα στα 21 μου με τον αρραβώνα».

Δεν τη μετάνιωσε την επανασύνδεση με τις ρίζες της, με τις αναμνήσεις τις. Οι δυνατότερες; «Να μου κάνει σημάδι ο πατέρας μου με τα μάθια πάνω στον χορό, στην παραγγελιά του, να βγω μπροστά. Στην ομπρός μερά, να χορέψω. Όλο το τραπέζι σηκωμένο σε γλέντι, γάμο, βάφτιση. Οι συγγενείς. Αυτό το σιωπηλό σημάδι ήταν μια κίνηση που με βαστά ακόμα.

Ή, για να μην αδικήσω και τη μάνα μου, τα γράμματα που μου «έστελνε» κάτω από την πόρτα του δωματίου μου – μόνιμα κλειδωμένη. Έτσι, αλληλογραφούσαμε μέσα στο σπίτι. Υπάλληλος στα ΕΛΤΑ η μάνα μου.

Ή, ακόμα να πω και τις γιαγιάδες μου, παπούδες δεν πρόλαβα, να θυμάμαι δηλαδή. Η μία, η Αρχανιώτισσα μού τραγουδούσε κι έμαθα να πλέκω βελονάκι για χατήρι της ή προς ανάμνησή της. Είχε Πάρκινσον κι έτρεμε, μα προσπαθούσε να μου μάθει. Τα κοσμηματάκια που φτιάχνω τώρα, της τα αφιερώνω. Μακαρία της.

Και η άλλη μου, η συνονόματη, η μάνα του πατέρα μου: να μου ιστοράται παλιές ιστορίες και συνέχεια να τη ρωτώ και να γελά να μου λέει: «Οι ιστορίες, οι σκοποί και τα πολλά τραγούδια, εκάνανε το Ευουλιώ να κουτουλά τα βούγια!» Με πείραζε, με αυτοσαρκασμό. Να τα αφήσω αυτά τα παλαιϊνά, να διαβάζω. Δεν τ’ άφησα, γιαγιά, και διαβάζω κιόλας και σού θυμούμαι».

Βίκη Αρβελάκη, σκηνοθέτις και παραγωγός ντοκιμαντέρ
Κρήτη
Photo Credits: Μανώλης Παπαδάκης

«Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει πολλά στοιχεία που κάνουν την Κρήτη αξιοθαύμαστη. Είναι νομίζω η αίσθηση της πληρότητας που νιώθει κανείς σε αυτό το νησί, είτε γνωρίζει είτε όχι την ιστορία, την αρχαιολογία, τη λογοτεχνία, τη μουσική και τις γεύσεις της.

Πώς να πεις με λόγια αυτό που νιώθεις κοιτώντας από το λιμάνι των Χανίων τα Λευκά Όρη, με τα εκατοντάδες χωριά από τα Σφακιά ως το Σέλινο και από την Κυδωνία ως το Ρέθυμνο. Πώς να περιγράψεις με λόγια το μοναδικό τοπίο που συναντάς στο οροπέδιο της Νίδας στον Ψηλορείτη, όταν κάθε μέρα αυτό αλλάζει.

Πώς να μιλήσεις για τη δωρικότητα των κατοίκων των Σφακίων και του Σελίνου και τη γλυκύτητα των ανθρώπων στο Αμάρι και στη Σητεία. Όλα αυτά δημιουργούν κύκλους ανάμεσα σε εμάς και εκείνα που συναντάμε.

Οι κύκλοι μοιάζουν όμοιοι, μα τίποτα δεν επαναλαμβάνεται, τίποτα δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό, ακόμα και από φαμίλια σε φαμίλια, η ελάχιστη διαφορά είναι η απόλυτη ταυτότητα, κάτι που ίσως μόνο εκεί θα βρεις και ίσως πουθενά αλλού.

Στη Γερμανία ήμασταν όλοι Κρητικοί και αδέρφια, μα εδώ είμαστε από το χωριό μας. Καμία αξία δεν μπορεί να χωρέσει σε μια λέξη. Οι εμπειρίες που βιώνουμε παρατηρώντας την ιδιαιτερότητα των Κρητικών, την φαινομενική ομοιότητα τους μα και την τόση διαφορετικότητά που τους διακρίνει, σχηματίζουν μέσα μας τις αξίες που υιοθετούμε που αγαπάμε».

Για τη Βίκη Αρβελάκη η αξία των ιστοριών είναι θησαυρός πολύτιμος. Ένας θησαυρός που διατρέχει τις γενιές και φτιάχνει εκείνους τους κύκλους που κλείνουν μέσα τους το ιστορικό παρελθόν και το βιωμένο σήμερα.

Η Βίκυ Αρβελάκη, σκηνοθέτις και παραγωγός ντοκιμαντέρ, αφηγείται ιστορίες για την Κρήτη και από την Κρήτη. «Η Τελευταία Προσευχή: Το χρονικό δυο εκτελέσεων στη σκιά του Ψηλορείτη» είναι η πιο πρόσφατη δουλειά της, παρέα με την Κατερίνα Μπικάκη.

Στο σημείωμα του ντοκιμαντέρ, διαβάζει κανείς: «Η παιδεία ενός λαού είναι η επαφή των νέων ανθρώπων με την ιστορική μνήμη. Αυτή η ταινία επιχειρεί να δημιουργήσει προσθετική μνήμη: μια συλλογική μνήμη αναμνήσεων που, ενώ δεν βιώσαμε στην πραγματικότητα, εντάσσουμε στο δυναμικό των βιωμάτων μας».

«Δεν είναι χθεσινή η άποψη πως κάνουμε την ανάγκη μας ιστορία. Οι κοινωνίες, δημιουργούν τις μνήμες τους με βάση τις ανάγκες τους, άλλωστε. Η εμπειρία μας όταν προσπαθούμε να καταγράψομε ένα ιστορικό συμβάν ή ακόμα και μία ιστορική περίοδο, μας οδηγεί στο εξής συμπέρασμα:

Οι άνθρωποι και οι οικογένειες που συνεισέφεραν τα μέγιστα σε δύσκολες ιστορικά περιόδους, διατηρούν χαμηλό προφίλ μιάς και δεν τους διακατέχει ή παραμικρή αγωνία να επιδείξουν κάτι ή να κρύψουν την πιθανή απουσία τους από τα δρώμενα της εποχής που ερευνούμε. Αυτό που τότε έπραξαν, το αντιμετωπίζουν ως απολύτως φυσιολογικό και αυτονόητο.

Αντίθετα οι άνθρωποι ή οι κοινωνίες που για τον ένα ή τον άλλο λόγο δεν επέδειξαν την οφειλόμενη δραστηριότητα, στο βαθμό που θα έπρεπε ή απουσίαζαν ή απείχαν παντελώς από σημαντικά ιστορικά γεγονότα του τόπου, διακατέχονται από αγωνία να καλύψουν το τότε ιστορικό κενό και ρέπουν στη μυθοπλασία», αναφέρει στο ΒΗΜΑ.

«Υπάρχει ένα “λανσάρισμα” των παλιών ιδεών και συνηθειών που οι σύγχρονοι Κρητικοί στην πραγματικότητα τις αγνοούν παντελώς, κατά συνέπεια τις φαντάζονται, τις παραφράζουν και τις υιοθετούν κατά το δοκούν».

Μεγάλωσε τη δεκαετία του ’80 στη Γερμανία, ως παιδί μεταναστών, έχοντας την Κρήτη στο σπίτι της με διάφορους τρόπους. Τη δεκαετία του `90, η οικογένεια επέστρεψε στην αγαπημένη Κρήτη, μετά από υπόσχεση του πατέρα της ότι θα γυρίσουν στην πατρίδα. «Το κυριακάτικο γιουβέτσι, οι κρητικοπούλες αντί για barbie κούκλες, οι ελληνικές γιορτές στο γερμανικό – κατά τα άλλα – σχολείο.

Τα τραγούδια του Μουντάκη και του Ξυλούρη που ακουγόταν πάντα στο σπίτι μας, χωρίς τότε να μπορώ να καταλάβω γιατί οι δικοί μου αναστέναζαν. Τα ψηλά βουνά της Κρήτης και ο καθαρός αέρας της γίνονταν κι αυτά αισθητά μέσα από τους γονείς μας, τους συγγενείς και τους άλλους Κρητικούς γύρω μας, μιας και ήταν πάντα ανοιχτοχέρηδες, περήφανοι και ψηλότεροι από το μπόι τους.

Υποθέτω πως δεν είναι τυχαίο που οι Έλληνες γενικά προκόβουν στο εξωτερικό. Κουβαλούν τον αέρα, τον ουρανό, τη θάλασσα και τα βουνά μαζί τους, όπου και αν πάνε», αφηγείται η Βίκη Αρβελάκη, γυρνώντας πίσω στις αναμνήσεις των παιδικών της χρόνων.

Εικόνες όμορφες. Εικόνες εξιδανίκευσης; Τα ενήλικα μάτια της Βίκης δεν επιλέγουν αυτό το πρίσμα, αναγνωρίζοντας πως οι βαθιές σκοτεινές χαράδρες δεν μπορούν παρά να βρίσκονται ανάμεσα σε ψηλά βουνά. «Υπάρχουν πολλές συμπεριφορές που οι “Κρητίκαροι” δικαιολογούν με τους υποτιθέμενους παλιούς κώδικες της Κρήτης.

Οι παππούδες μας είχαν τα όπλα κρυμμένα και τα χρησιμοποίησαν για να υπερασπιστούν τα χώματά τους. Για τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους, σήμερα, τα όπλα είναι μέσο επίδειξης και ανταγωνισμού – για αυτό και οι μπαλωτιές στον αέρα. Δεν ξέρω αν οι παππούδες μας θα καταλάβαιναν αυτούς τους σημερινούς κώδικες. Ούτε νομίζω θα καταλάβαιναν τον λόγο που η γυναίκα σήμερα δεν κάθεται στο τραπέζι μαζί με τους μουσαφίρηδες του σπιτιού της, κάτι που σήμερα συμβαίνει ως παράδοση, υποτίθεται.

Οι πρόγονοί μας ήταν ένα με τη φύση, ήξεραν τα κατατόπια, διάβαζαν το φεγγάρι και τα αστέρια, προέβλεπαν τον καιρό και είχαν έντονη διαίσθηση. Γνώριζαν από απόσταση, ένα ένα τα πρόβατά τους, ποιο πονά και ποιο ετοιμάζεται να γεννήσει. Σήμερα αυτή η σχέση δεν υπάρχει πια.

Υπάρχει ένα “λανσάρισμα” των παλιών ιδεών και συνηθειών που οι σύγχρονοι Κρητικοί στην πραγματικότητα τις αγνοούν παντελώς, κατά συνέπεια τις φαντάζονται, τις παραφράζουν και τις υιοθετούν κατά το δοκούν.

Έτσι η ανάγκη κάποιων να συνεχίσουν την ταυτότητα τους ως αγέρωχοι Κρητικοί γίνεται παρωδία και γραφικότητα και μας κάνει να αισθανόμαστε ντροπή. Τέτοια παράφραση γίνεται με το φαγητό, τη μουσική, τον χορό, το ποτό, το ένδυμα και τη συμπεριφορά.

Στην παλαιά Κρήτη, ήταν ντροπή να μεθύσεις. Σήμερα, με το υποτιθέμενο έθιμο της κούπας, δημιουργούνται δύο ομάδες -αυτοί που έμειναν ξεμέθυστοι και οι μεθυσμένοι. Λες και όλοι βιάζονται να χαλάσουν ένα γλέντι.

Στην προσπάθεια μιας νέας πρωτοτυπίας, κακοποιείται συχνά η ομορφιά του παρελθόντος. Όμως ο παλιός Κρητικός και η παλιά Κρητικοπούλα ευτυχώς υπάρχει ακόμα, ανεξαρτήτως δυναμικής, είναι οι άνθρωποι που σέβονται ό,τι υπάρχει γύρω τους, συνδυάζουν την οξυδέρκεια με την ποίηση, είναι άκαμπτοι εκεί που πρέπει μα και ευλύγιστοι όπως οι κορμοί των δέντρων στην καταιγίδα. Ξέρουν πότε είναι καιρός για το κάθε τι, μα δεν ξέρουν πως κατέχουν αυτές τις χάρες», λέει με ειλικρίνεια.

Αντώνης Μαρτσάκης, τραγουδιστής και μουσικός
Κρήτη

Για τον Αντώνη Μαρτσάκη η διάσωση της παράδοσης είναι υψίστης σημασίας. Η αυθεντική αναβίωση των παραδοσιακών ήχων της Κρήτης ξεκίνησε ως αγάπη και κατέληξε έργο ζωής. Της ζωής του.

Στο σπίτι στην Αθήνα, όπου και μεγάλωσε με τους γονείς και τα τρία αδέρφια του, η Κρήτη ήταν πανταχού παρούσα. Στις συζητήσεις, στις αναμνήσεις, στις ιστορίες, στους σκοπούς, στα πιάτα. Σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο πήγαιναν και σε μια κρητική εκδήλωση.

Στην οικογένεια δεν υπήρχαν άλλοι μουσικοί, μα ο Αντώνης θυμάται τον παππού του να τραγουδά με μια φωνή καθάρια και να συνοδεύει τα όργανα. Μουσική και χορός. Ξεκίνησε να μαθαίνει κρητικούς χορούς στον σύλλογο Κρητών Πειραιώς «Η ομόνοια».

Σε ηλικία 8 ετών έπιασε στα χέρια του το βιολί. «Τότε ήταν λίγο παραγκωνισμένο το βιολί», αναφέρει στο ΒΗΜΑ και συνεχίζει «στην περιοχή από όπου κατάγομαι, την Κίσσαμο, το βιολί είναι το παραδοσιακό μας όργανο και έχουμε ένα ιδιαίτερο ηχόχρωμα για αυτό ξεκίνησα με αυτό. Τα περισσότερα ακούσματα μου ήταν με βιολί». Από δύο μηνών ο πατέρας του τον κατεβάζει στο νησί.

Γιορτές και καλοκαίρια, το χωριό Χαρχαλιανά Κισσάμου και το σπίτι της γιαγιάς και του παππού, γίνονται η κιβωτός του. Κι όταν πια αυτοί έφυγαν από τη ζωή, ο Αντώνης συνέχιζε αδιάλειπτα το δρομολόγιο Πειραιάς-Κρήτη και πίσω.

«Για οκτώ περίπου χρόνια έπαιρνα το καράβι κάθε Παρασκευή και κατέβαινα κάτω και Δευτέρα πρωί επέστρεφα στην Αθήνα. Βίωσα όλη τη ζωή εδώ του χωριού. Έζησα ό,τι μπορεί να ζήσει ένα παιδάκι, πέρα από την παρέα με τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά και όλες τις καθημερινές ασχολίες που είχαν εδώ οι χωριανοί: από τα κτήματα και τα ζώα, μέχρι τον θερισμό και το μάζεμα των ελιών. Αποτύπωνα αυτές τις εικόνες κι όσο μεγάλωνα άρχισα να βλέπω ότι με ενδιαφέρει όλο αυτό.

Το 2005 και ενώ δούλευα σε μια τράπεζα στην Αθήνα, ζήτησα μετάθεση. Δεν γινόταν. Παραιτήθηκα και μετακόμισα μόνιμα στην Κρήτη. Στο χωριό που πήγαινα ως παιδί και στο οποίο μένω ακόμα και σήμερα, 20 χρόνια μετά».

Την Κρήτη λαχταρούσε, εκείνη αποζητούσε. Από τα 15 του άρχισε να παίζει επαγγελματικά σε γάμους και γλέντια. Όταν κατάλαβε ότι μπορεί να ζήσει αποκλειστικά από αυτό, μάζεψε τα πράγματά του και γύρισε στα Χαρχαλιανά. Με πείσμα και με μελέτη κατάφερε να εισχωρήσει και στους άλλους νομούς και στα χωριά, σεβόμενος τη μουσική του κάθε τόπου, μετρώντας πια 30 χρόνια πορείας.

«Σκέφτομαι τη ζωή μου σαν ένα γλέντι, το οποίο έχει μόνο ευχάριστες στιγμές. Έχω γνωρίσει πάρα πολλούς ανθρώπους. Έχω γυρίσει την Κρήτη τόσες φορές που πια αναγνωρίζω πρόσωπα σε όποια περιοχή κι αν βρεθώ. Μπορώ να πω ότι ξέρω, σχεδόν, κάθε χωριό της Κρήτης.

Φανταστείτε ότι πριν σαράντα χρόνια το να πάει κάποιος στο Ηράκλειο από την Κίσσαμο ήταν επίτευγμα, ήταν λες και πήγαινε στην Αμερική. Αυτό με ευχαριστεί πάρα πολύ, διότι από παιδί ήθελα να ζω στην Κρήτη. Προσπαθώ να γνωρίσω την Κρήτη σε όλες τις μορφές, προσπαθώ να γνωρίζω τους ανθρώπους της. Μου αρέσουν πάρα πολύ τα χωριά τα οποία έχουν γράψει ιστορία.

Εκτός από τη δική μου επαρχία, μου αρέσει η επαρχία Σφακίων, τα Ανώγεια, η Σητεία. Μου αρέσουν τα χωριά που έχουν πολιτισμό και τον συνεχίζουν. Θεωρώ ότι μου δίνουν κι εμένα μια παραπάνω δύναμη να συνεχίσω αυτό που κάνω».

«Η λεβεντιά του Κρητικού δεν κρίνεται ούτε από το αν πίνει πολύ, ούτε από το αν παίζει μπαλωθιές».

Μεγάλη αγάπη του Αντώνη, τα ριζίτικα. «Από έφηβος ξεκίνησα, παρόλο που στην αρχή ο καλός μου φίλος που ήμασταν μαζί σε όλα τα γλέντια μού τραγουδούσε συνέχεια, τον βαριόμουν. Μια φορά όμως πήγαμε σε μια γιορτή στην οποία είπαν κάμποσα ριζίτικα και έτσι ντράπηκα που δεν ήξερα να ακολουθήσω. Όταν πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, είπα στον φίλο μου ‘’τραγούδα εσύ, να μαθαίνω εγώ’’.

Μόλις ξεκίνησα να τα μαθαίνω, ένιωσα αυτόν τον θησαυρό που κρύβουν, την ψυχική ηρεμία και τη δύναμη. Δηλαδή πραγματικά νιώθω ελεύθερος. Νιώθω σαν να είμαι στη Μαδάρα πάνω και να μην με ελέγχει κανείς, να είμαι μόνος μου, να μπορεί η ψυχή μου και το μυαλό μου να κάνουν ό,τι θέλουν. Βέβαια, οι κανόνες στα ριζίτικα είναι διαφορετικοί. Πρέπει να έχεις πειθαρχία, πρέπει να σέβεσαι, πρέπει να ξέρεις τι να πεις. Είναι μια ιεροτελεστία.

Έχω κάνει μια μεγάλη έρευνα γύρω από το ζήτημα τραγούδι και συνεχίζω». Πειθαρχία και σεβασμό θέλουν τα ριζίτικα και είναι αυτές οι δύο λέξεις που πολλές φορές παρερμηνεύονται. Οι δύο λέξεις που νοηματοδοτούνται αυθαίρετα και συγχέονται με έννοιες όπως η λεβεντιά η οποία και βρίσκεται ιδιαιτέρως υψηλά στον αξιακό κώδικα των Κρητικών.

«Οι παλιοί λέγανε ότι ένας λεβέντης άνθρωπος πρέπει να είναι τραγουδιστής, χορευτής και να είναι και καλός σκοπευτής. Αυτά όμως βγήκαν σε άλλες εποχές, σε άλλους καιρούς. Και η “κούπα” έχει παρεξηγηθεί, έχει παρερμηνευθεί.

Παλιά έπιναν κούπες στα γλέντια, τα οποία δεν γίνονταν κάθε μέρα. Έπιναν μια ποσότητα κρασιού και δεν οδηγούσαν. Ήταν άλλες οι συνθήκες τότε. Η “κούπα” είναι έθιμο, όμως μιας άλλης εποχής. Δεν μπορούμε να τα μιμούμαστε όλα.

Όποιος θέλει να πιει κι αντέχει θα πρέπει να έχει έναν οδηγό να τον γυρίσει σπίτι του και να μην οδηγήσει. Η δουλειά μας, μάς επιτρέπει να πηγαίνουμε σε όλη την Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο και βλέπουμε ότι κακώς κείμενα υπάρχουν παντού.

Συμβαίνουν σοβαρά περιστατικά και στην Κρήτη, δεν γίνεται να μην το πούμε. Γίνονται λάθη. Μακάρι να μην υπάρχουν κι εμείς από την πλευρά μας προσπαθούμε να εκπέμπουμε κάτι διαφορετικό.

Σίγουρα όμως δεν πρέπει να παρερμηνεύουμε τη λεβεντιά του Κρητικού με τη μικρότητα των ανθρώπων. Η λεβεντιά του Κρητικού δεν κρίνεται ούτε από το αν πίνει πολύ, ούτε από το αν παίζει μπαλωθιές. Από άλλα κρίνεται κι ορίζεται.

Θεωρώ ότι καθένας με τη σεμνότητα, την πειθαρχία, την αυτοσυγκράτηση, τη χουβαρντοσύνη και τη στάση απέναντι στην οικογένειά του, αποδεικνύει στην πορεία του ποιος είναι. Ούτε να αυτοπαινευόμαστε πρέπει, ούτε να χρησιμοποιούμε των παλιών τη λεβεντιά ο καθένας με τον δικό του τρόπο.

Πρέπει να είσαι λεβέντης σε όλες τις ώρες της μέρας και με όλους τους ανθρώπους που συναντάς. Να είσαι μερακλής σε όλα σου. Δεν κρυβόμαστε και εμείς πίσω από το δάχτυλό μας, ούτε τα βλέπουμε όλα όμορφα όταν δεν είναι όλα όμορφα.

Υπάρχουν φορές που χάνεται το μέτρο, η πειθαρχία και η ταπεινότητα. Βέβαια, τα θετικά του νησιού και της ζωής μας είναι πολύ περισσότερα από τα αρνητικά. Δεν λέω. Και να διασκεδάζουμε και να συμμετέχουμε σε όλα όσα μας αρέσουν.

Προς Θεού, δεν είμαστε άνθρωποι ούτε να κρυφτούμε, ούτε να σταματήσουμε να γλεντάμε, ούτε να διασκεδάζουμε, ούτε τίποτα από όλα αυτά, αλλά να είναι όλα με μέτρο, σύνεση και ανθρωπιά. Λίγη προσοχή στον ενθουσιασμό μας.

Όχι, στις ακρότητες. Στην Κρήτη τα έθιμα είναι μετρημένα, οι άνθρωποι με τις πράξεις τους δείχνουν κάποιες φορές να το ξεχνούν και να το παρερμηνεύουν. Μέτρο, πειθαρχία και ταπεινότητα».

Ηλιάνα Μαλίχιν, οινοποιός
Κρήτη

«Η σχέση μου με την Κρήτη είναι σχέση καρμική. Παρότι γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, πάντα ένιωθα παιδί της Κρήτης και συγκεκριμένα της Λαμπινής, του χωριού της μητέρας μου που πέρασα μέρος από τα καλοκαίρια μου.

Είχα βάλει από μικρή στόχο ζωής να φύγω από την Αθήνα που δεν μου ταίριαζε καθόλου και να μείνω στη Λαμπινή. Φυσικά και όλες μου οι κινήσεις ήταν μεθοδευμένες προς αυτή την κατεύθυνση.

Σπούδασα γεωπονική στο Ηράκλειο Κρήτης και έφυγα μόνο για 1,5 χρόνο όταν και έκανα στην Αθήνα το μεταπτυχιακό μου στην Οινολογία. Το ότι θα επέστρεφα ήταν μονόδρομος. Έτσι τα τελευταία χρόνια μένω στο χωριό μου.

Δεν μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου μακριά από τη γη, το αμπέλι, τις ελιές, τα άγρια και συνάμα όμορφα τοπία της Κρήτης μας. Η σύνδεση ήταν μοιραία. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή να φτάνω στο Ρέθυμνο με το καράβι, να περπατώ και να νιώθω το πόδια μου να γίνονται ένα με τη γη.

Ούτε για μια στιγμή δεν έχω μετανιώσει την απόφαση που πήρα, παρότι έχω επιλέξει να μένω μόνη καθώς η οικογένεια μου μένει στην Αθήνα», εξομολογείται η οινοποιός Ηλιάνα Μαλίχιν στο ΒΗΜΑ για την πορεία που την οδήγησε να χτίσει τη ζωή της στη Λαμπινή Ρεθύμνου.

Με πείσμα, δουλειά και πίστη στο όνειρο, η Ηλιάνα κατόρθωσε να αναβιώσει το Βιδιανό (μια αυτόριζη ρεθυμνιώτικη ποικιλία αμπελιού), να στρέψει τους ντόπιους καλλιεργητές στη βιολογική αμπελουργία και να αναγεννήσει τους κατεστραμμένους από την πυρκαγιά του 2022 αμπελώνες της στις Μέλαμπες.

«Η σύνδεση με τη γη μάς διδάσκει την αγάπη, την ενσυναίσθηση, την υπομονή και την επιμονή. Όποιος επιλέγει πραγματικά να βρίσκεται κοντά στις ρίζες του και τη γη δεν μπορεί να μην έχει κατανόηση για τους ανθρώπους, δεν μπορεί να μην αγαπά, δεν μπορεί να μην έχει ελπίδα, να μην είναι δημιουργικός.

Μπορεί και αντλεί μια ανομολόγητη δύναμη για να συνεχίζει. Όταν η φιλοσοφία ζωής συνδέεται με τη ροή και την ενέργεια της φύσης, διαμορφώνεται και ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο. Έτσι, όλες αυτές οι αξίες μάς ακολουθούν σε κάθε πτυχή της ζωής μας», προσθέτει η Ηλιάνα.

Η αγάπη και ο σεβασμός των παλιών για τη γη λειτουργεί σαν διαρκής υπενθύμιση για εκείνη. «Έχω επιλέξει να ζω κρατώντας πολλά στοιχεία από την παλιά αυθεντική Κρήτη τα οποία, αναπόφευκτα, είναι προσαρμοσμένα στις τωρινές συνθήκες.

Την ανοιχτή καρδιά των Κρητικών, τη φιλοξενία, το χαμόγελο γεμάτο αγάπη που αγκαλιάζει από τον ξένο μέχρι τον δικό μας άνθρωπο. Την αντρειοσύνη, την εντιμότητα. Την παρατηρητικότητα των γηραιότερων ώστε να βγάλουν συμπεράσματα ζωής.

Την παράδοση τόσο σε επίπεδο πολιτιστικό αλλά και γαστρονομικό. Τη γεύση. Μου αρέσει η αυτονομία και αυτάρκεια που υπάρχει στο νησί. Ακόμα και να μείνεις αποκομμένος σε ένα βουνό είναι εύκολο να ζήσεις αξιοποιώντας τα προϊοντα που σου δίνει η γη».

«Έχω επιλέξει να ζω κρατώντας πολλά στοιχεία από την παλιά αυθεντική Κρήτη τα οποία, αναπόφευκτα, είναι προσαρμοσμένα στις τωρινές συνθήκες».

Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά. Εκείνη η πλευρά που ως μπερδεμένο κουβάρι ξετυλίγεται άναρχα, κάνοντας κόμπους άλυτους. Μια άλλη πλευρά που άθελα ή ηθελημένα αλλοιώνει την κρητική ταυτότητα και τις αξίες της.

Η Ηλιάνα σχολιάζει: «Δεν μπορώ να δεχτώ ότι πλέον λεβεντιά είναι να φοράμε μαύρα ρούχα και να βγαίνουμε έτοιμοι για καβγά λειτουργώντας με ασέβεια προς τον συνάνθρωπο, ότι τιμή πάει να πει κρατάμε πιστόλι και εκφοβίζουμε ή το χρησιμοποιούμε για εντυπωσιασμό όντες μεθυσμένοι.

Είναι αδιανόητο να συγχέουμε την αρρενωπότητα και την υπόληψη με αυτούς που επιλέγουν να πίνουν «κούπες» αψηφώντας τις ολέθριες συνέπειες προς τον εαυτό τους αλλά και τους γύρω τους εφόσον αμέσως μετά θα πιάσουν το τιμόνι και θα γίνουν κινούμενος θάνατος.

Η «κούπα» παραδοσιακά δεν υπήρξε ποτέ στον πολιτισμό της Κρήτης. Οι παλιοί Κρήτες έπιναν ένα ποτήρι κρασί το πρωί για να τους κρατήσει δυνατούς να δουλέψουν στα χωράφια τους. Ήταν θερμίδες για εκείνους.

Στα γλέντια έπιναν πάντα με μέτρο ώστε να μπορούν να συνοδεύουν την παρέα στις καντάδες και να συμμετέχουν όλοι σε αυτό το γεγονός που εμπεριείχε σύνδεση με τον συγχωριανό και επικοινωνία.

Ουδέποτε στην ιστορία το ποτό και τα όπλα ήταν επιβολή ανδρισμού και αξιοσύνης. Είμαι στη δυσάρεστη θέση να πω οτι βρισκόμαστε σε μια πολύ μεγάλη σύγχυση και δυστυχώς με τις ευλογίες των αρχών και του κράτους που πολλές φορές κάνουν τα στραβά μάτια σε αυτά τα προβλήματα, για ευνόητους λόγους».

Ross Daly, μουσικός

Photo Credits: Mάρα Γιάμαλη

Σπουδαίος μουσικοσυνθέτης. Σπουδαίος δάσκαλος. Ο Ross Daly δυο φορές «αποφάσισε» να πάω στην Κρήτη. Η μια ήταν το 1975 και η άλλη το 1992. Από εκείνη τη δεύτερη φορά δεν ξανάφυγε. Έγινε κομμάτι της κρητικής γης. Έγινε κομμάτι της κρητικής ψυχής.

Ένας Ιρλανδός που γεννήθηκε στην Αγγλία και αφοσιώθηκε στον ιδιαίτερο κόσμο της μουσικής όπως αυτός ξανοίγεται από τη μία άκρη του κόσμου έως την άλλη. «Στη δική μου ζωή δεν μπορώ να πω ότι γίνονται τα πράγματα κατόπιν αποφάσεων ακριβώς.

Ανακαλύπτω πράγματα, μουσικές, τόπους και ανθρώπους με τους οποίους νιώθω ότι συντονιζόμαστε σε ένα βαθύτερο επίπεδο και ακολουθώ την αίσθηση αυτή. Έτσι δεν μπορώ να ξεχωρίζω συγκεκριμένα και μεμονωμένα στοιχεία που καθορίζουν την πορεία μου.

Περισσότερο είναι κάτι πιο «ολιστικό» που με «τραβάει». Σίγουρα όμως η μουσική παράδοση της Κρήτης έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στο να παραμείνω εδώ, καθώς και η γνωριμία μου με συγκεκριμένους ανθρώπους.

Σε κάθε τόπο που πηγαίνω και που έχω πάει εγώ αναζητώ ανθρώπους που ζουν σύμφωνα με την ίδια τη φύση τους και που είναι ο εαυτός τους. Οι άνθρωποι αυτοί φυσικά συντονίζονται με το κοινωνικό περιβάλλον τους αλλά δεν καθορίζονται από αυτό.

Περισσότερο βρίσκονται σε συντονισμό με το φυσικό τους περιβάλλον που επιδρά στον καθέναν τους με ένα μοναδικό και ιδιαίτερο τρόπο. Για αυτό τον λόγο οι άνθρωποι αυτοί συχνά δεν μοιάζουν μεταξύ τους. Δεν απαρτίζονται απλώς από ένα σύνολο συνηθειών και εθίμων που κληρονόμησαν από άλλους ανθρώπους. Είναι αυθεντικοί απέναντι από τον εαυτό τους», αναφέρει στο ΒΗΜΑ ο Ross Daly.

Από το 1975 έχει αφιερωθεί στη μελέτη της κρητικής μουσικής. Το «Μουσικό Εργαστήρι Λαβύρινθος» δημιουργήθηκε το 1982 και αποτελεί έκτοτε έναν φάρο που προσελκύει στο ορεινό χωριό Χουδέτσι χιλιάδες μαθητές και εκατοντάδες δασκάλους από κάθε γωνιά του πλανήτη.

«Η κρητική μουσική είναι κατά βάση μια απλή μουσική, και σε ακριβώς αυτή την απλότητα βρίσκεται όλη η ομορφιά της».

Το Χουδέτσι στον νομό Ηρακλείου έγινε σταυροδρόμι για μουσικούς από όλο τον κόσμο, ίσως γιατί όπως ο ίδιος λέει «το αντικείμενο της δουλειάς μας αφορά σε όλο τον κόσμο». «Ο Λαβύρινθος είναι έργο ζωής και είναι το αποτέλεσμα μιας πολύ μεγάλης διαδρομής των ανθρώπων του σε μουσικές μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής του κόσμου.

Μέσα σε αυτά τα σαράντα χρόνια έχουμε γνωρίσει αμέτρητους ανθρώπους και έχουμε ακούσει από κοντά κάποιους από τους σημαντικότερους μουσικούς του πλανήτη μας. Είναι φυσικά και ένα ταξίδι χωρίς τέλος», επισημαίνει ο Ross.

«Η κρητική μουσική σήμερα έχει αστικοποιηθεί με ένα κάπως άτσαλο τρόπο», διαβάζω σε παλαιότερες δηλώσεις του. Έχει άραγε απολέσει το κέντρο της; «Η αστικοποίηση δεν είναι ούτε κάτι το καλό ούτε κάτι το κακό. Το πρόβλημα προκύπτει όταν γίνονται παρεμβάσεις χωρίς γνώση και σεβασμό για αυτό που προϋπάρχει.

Η κρητική μουσική είναι κατά βάση μια απλή μουσική, και σε ακριβώς αυτή την απλότητα βρίσκεται όλη η ομορφιά της. Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στο απλό και το απλοϊκό. Το απλό στη μουσική είναι από τα πιο δύσκολα πράγματα να πετύχει κανείς.

Τα απλά πράγματα διακρίνονται από λεπτές και ευαίσθητες ισορροπίες που πολύ εύκολα διαταράσσονται και απορρυθμίζονται από παρεμβάσεις που δεν στηρίζονται σε ουσιαστικές γνώσεις», επισημαίνει.

Ανατρέχω σε ακόμα μια δήλωση. Δήλωση ειλικρινή. «Η Κρήτη έχει πολλές ιδιαιτερότητες, πολλές ομορφιές και πολλά προβλήματα επίσης». Τι ήταν αυτό που θα ήθελε εκείνος να δει να αλλάζει στον τόπο; «Όταν ζεις σε έναν τόπο βλέπεις πιο συνολικά τα πράγματα.

Οι τουρίστες ενδεχομένως αναζητούν επίγειους παραδείσους, ο κάτοικος ενός τόπου δεν τρέφει τέτοιες αυταπάτες. Μέσα στη ζωή υπάρχουν πράγματα που μας χαροποιούν και υπάρχουν άλλα που μας στεναχωρούν και εμείς προσπαθούμε πάντα να τα φέρουμε σε κάποια βιώσιμη ισορροπία. Μέσα στην αναζήτηση αυτής της ισορροπίας υπάρχουν χιλιάδες παράγοντες και λεπτομέρειες.

Αφού με ρωτάτε τι θα ήθελα να ήταν διαφορετικό, ανάμεσα σε άλλα θα ανέφερα τα εξής που, κατά την άποψή μου, είναι προβληματικά τόσο στην Κρήτη όσο και αλλού. Ο τρόπος που φερόμαστε στο φυσικό περιβάλλον καθώς και ο τρόπος που φερόμαστε στα ζώα.

Είναι λίγες οι δεκαετίες στις οποίες έχουμε αρχίσει να συνειδητοποιούμε το πώς όλα στη φύση συνδέονται και αλληλοεπηρεάζονται. Όταν για παράδειγμα βρωμίσουμε το περιβάλλον με πλαστικά σκουπίδια που δεν διαλύονται, το δηλητήριο που προκύπτει θα γυρίσει να μας βλάψει με πολλούς και διάφορους τρόπους.

Επίσης όταν θυσιάζουμε την καλή αισθητική για χάρη της χρηστικότητας, δεν κερδίζουμε κάτι. Αντιθέτως σε πολλά επίπεδα, που ίσως δεν αντιλαμβάνονται όλοι, χάνουμε ουσιαστικά πράγματα. Η αισθητική δεν είναι πολυτέλεια».

Κέλυ Θωμά, λυράρισσα

Photo Credits: Slavko Kostic

«Η σχέση μου με την κρητική λύρα ξεκίνησε από την αγάπη μου για τη μουσική του Ross. Δεν είχα την παραμικρή σχέση με την κρητική μουσική, αλλά ούτε και με τη μουσική γενικά, να πω την αλήθεια.

Άρχισα να μαθαίνω να παίζω λύρα δίπλα στο Ross μέσα σε έναν μουσικό κόσμο, πέρα από τα σύνορα της Κρήτης, αλλά και της Ελλάδας. Μου ανοίχτηκε μια μαγική πόρτα προς τη μουσική ως τέχνη και όχι ως μια συγκεκριμένη παράδοση.

Θυμάμαι πολύ καθαρά να βλέπω τη μουσική μέσα από αυτόν τον κόσμο ως ένα συνολικό θαύμα, μέσα από μια απλή και ειλικρινή άγνοια και μόνο αργότερα, μέσα από τη σπουδή μου, ανακάλυπτα σιγά σιγά τα συστατικά και τον πλούτο αυτών των παραδόσεων, τη διαχρονικότητά τους και πώς αυτά μπορούν να αποτελέσουν τέχνη και όχι απλά στοιχεία του παρελθόντος.

Πάντα προσπαθώ να κρατάω βαθιά μέσα μου αυτήν την αρχική εικόνα. Νιώθω πολύ τυχερή που έχω στα χέρια μου ένα όργανο και μελετώ μια μουσική παράδοση τόσο ζωντανή. Η ιδιαιτερότητα της κρητικής μουσικής είναι η αντίστασή της στη στασιμότητα.

Η δημιουργικότητα στη συγκεκριμένη παράδοση είναι συνεχώς σε εξέλιξη, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι το σύνολο της νέας δημιουργίας δεν έχει αξία και διαχρονικότητα. Αυτή η συνεχής ροή όμως έχει αναμφισβήτητα μεγάλη σημασία και είναι εντυπωσιακή και ελπιδοφόρα.

Είναι σίγουρα από τις λίγες παραδόσεις που εμπνέουν ακόμα τους νέους ανθρώπους και που με ευκολία και απλότητα αποτελεί σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Αγαπώ πολύ την κρητική λύρα, είναι το όργανο που μαθαίνω να παίζω και μέσα από το οποίο εκφράζομαι, αλλά συχνά σκέφτομαι πως απλά έτυχε στον δρόμο μου να είναι αυτό και όχι κάποιο άλλο.

Τα όργανα είναι εργαλεία, παιχνίδια. Είναι ξύλα και χορδές. Τα χρησιμοποιούμε για να γίνουμε ένα με το θαύμα της μουσικής», αφηγείται στο ΒΗΜΑ η Κέλυ Θωμά, λυράρισσα και συνοδοιπόρος του Ross Daly.

Με καταγωγή από την Κρήτη, γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Μέχρι που ξεκίνησε η σχέση της με το Μουσικό Εργαστήρι Λαβύρινθος είχε έρθει στο νησί μόνο λίγες φορές ως παιδί με την οικογένεια της, απλά ως επισκέπτρια, αφού πέρα από τις ρίζες της μητέρας της δεν είχαν κρατήσει καμία άλλη σχέση.

Το 2000, όταν ο Ross μαζί με μια παρέα ανθρώπων πήρε την απόφαση να φύγει από την Αθήνα και να μεταφέρει τη βάση του Λαβύρινθου στο Χουδέτσι, εκείνη είχε ήδη αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με τον κόσμο αυτής της μουσικής, τον τρόπο ζωής και τους ανθρώπους που την περιβάλλουν, οπότε το να τον ακολουθήσει σε αυτό το νέο εγχείρημα ήταν κάτι παραπάνω από αναπόφευκτο.

«Αν και στην αρχή η Κρήτη για μένα ήταν μόνο ο Λαβύρινθος, καθώς η επιρροή, η δύναμη και ο πλούτος των εμπειριών κάθε καλοκαίρι στον μικρόκοσμο του κήπου μας εδώ στο Χουδέτσι επισκίαζαν οποιοδήποτε άλλο ενδιαφέρον για το νησί το ίδιο, σύντομα ένιωσα ότι η Κρήτη, οι άνθρωποί της, η φύση, η παρέα, το φαγητό, οι συνήθειες και όλος ο πολιτισμικός της πλούτος είχε αρχίσει να συνυφαίνεται μέσα μου και να γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της εμπειρίας μου στον Λαβύρινθο.

«Η ιδιαιτερότητα της κρητικής μουσικής είναι η αντίστασή της στη στασιμότητα».

Ακόμα δεν ξέρω ποια δύναμη με τράβηξε εδώ, αλλά την ευγνωμονώ. Νιώθω πολύ τυχερή που ζω σε έναν τόπο όπου η γενναιοδωρία, ο αυθορμητισμός, το χιούμορ και η ανάγκη για δημιουργικότητα ρέουν καθημερινά στους ανθρώπους που συναναστρέφομαι.

Με αυτά τα πρότυπα προσπαθώ κι εγώ να πορεύομαι στη ζωή μου και στη μουσική μου γιατί είναι στοιχεία που με εμπνέουν και με απελευθερώνουν. Η σημασία της παρέας, οι σχέσεις των ανθρώπων, η σχέση τους με τη φύση και τη μουσική είναι πολύ ιδιαίτερα στοιχεία της ταυτότητας της Κρήτης.

Πατρίδα. Λέξη βαριά, δεσμευτική. Τη λέει όμως όταν δίπλα της στέκεται μια άλλη, το Χουδέτσι. «Αποτελεί για μένα τη μουσική μου «πατρίδα». Το χωριό αυτό δεν παύει να είναι ο τόπος όπου «μεγάλωσα» μουσικά, γνώρισα και εξακολουθώ να γνωρίζω τους δασκάλους μου, τους φίλους μου ακόμα και τους μαθητές μου.

Είμαι σίγουρη ότι πολλοί από αυτούς θα έλεγαν το ίδιο. Όπου και να πάω να παίξω ή να κάνω ένα σεμινάριο ή να παρακολουθήσω ένα σεμινάριο, έχω πάντα το Χουδέτσι μέσα μου. Ενδεχομένως, θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε άλλο χωριό, αλλά έτυχε να είναι αυτό. Και το αγαπώ.

Πέρα όμως από το Χουδέτσι, το οποίο έχει ένα βαθύ συναισθηματικό φορτίο για μένα, υπάρχουν τόποι στην Κρήτη που με συγκινούν πολύ κυρίως για τη φυσική ομορφιά και την ενέργεια που εκπέμπουν. Λατρεύω την παραθαλάσσια νότια πλευρά του νησιού καθώς και τις ορεινές περιοχές.

Η ποικιλομορφία της φύσης της Κρήτης είναι εντυπωσιακή καθώς η γλύκα της θάλασσας ισορροπεί αρμονικά με το άγριο τοπίο των βουνών της».

Γιάννης Λιονάκης, Πρόεδρος του Εθελοντικού Συλλόγου Πρόληψης Τροχαίων Ατυχημάτων

H Κρήτη αναδεικνύεται τρίτη στην Ευρώπη και πρώτη στην Ελλάδα σε θανατηφόρα τροχαία. Ειδικότερα, οι περιοχές του Ρεθύμνου και των Χανίων συγκαταλέγονται στις χειρότερες της Ευρώπης.

Tο 2024 στην Κρήτη έχασαν τη ζωή τους 64 άτομα σε τροχαίες συγκρούσεις. «Η οδηγική συμπεριφορά στους δρόμους της Κρήτης -που εξελίσσεται ίσως στο χειρότερο οδικό δίκτυο της χώρας μας- μπορεί να περιγραφεί σαν την πιο επιθετική, την πιο δεν βαριέσαι, εμένα δεν θα μου τύχει.

Η οδήγηση στην Κρήτη μεθάει, δεν φοράει κράνος και τρέχει πολύ. Η νοοτροπία «εγώ τα μπορώ όλα» , «εγώ τα καταφέρνω όλα», «ο δρόμος που κινούμαι μου ανήκει» δείχνει τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της επιθετικότητας.

Κι αυτή η επιθετικότητα εκφράζεται κυρίως με την παραβίαση της προτεραιότητας του άλλου. Στο STOP, ας έχεις εσύ προτεραιότητα, εγώ θέλω να περάσω πρώτος, στην ουρά θα κολλήσω στον προφυλακτήρα σου και με την πρώτη ευκαιρία έχει δεν έχει διπλή διαχωριστική θα σε προσπεράσω γιατί μπροστά μου δεν θέλω κανέναν άλλον.

Τι κι αν περιμένεις να σταθμεύσεις, η θέση μου ανήκει γιατί εγώ την πρωτοείδα από μακριά. Μιλάμε για μια επιθετικότητα που δυστυχώς οδηγεί πολλές φορές σε τραγικά αποτελέσματα. Μέσα σε έναν επίπλαστο εγωισμό ο Κρητικός θεωρεί ότι στο τιμόνι μπορεί και τα κάνει όλα.

Αυτό που προσπαθείς να μεταφέρεις κυρίως στα παιδιά, φαίνεται και έχει μεγάλη αξία που δυστυχώς όμως πολλές φορές σπαταλιέται στο σπίτι. Μιλώ σε σχολείο σε μαθητές τρίτης τάξης Δημοτικού για την οδική ασφάλεια και συμφωνούμε ότι κανένα παιδάκι δεν θα κάθεται στο κάθισμα το συνοδηγού, μπροστά.

Τα ‘φερε η στιγμή έτσι που στην αναχώρησή μας από το σχολείο, από το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου ακούω φωνές. Το μικρό κοριτσάκι έχει ανοίξει τη πίσω πόρτα του αυτοκινήτου, όπως είπαμε, για να επιβιβαστεί. Οι φωνές ήταν της νεαρής μητέρας που επέμενε το παιδί να καθίσει μπροστά.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το γεμάτο απορία, αγωνία, φόβο και ερωτηματικά βλέμμα αυτού του παιδιού. Μου έλεγε: «Σας άκουσα και θέλω να κάνω το σωστό. Ο Θεός μου όμως που εδώ είναι η μητέρα μου θέλει να κάνω άλλα».

Θέλει πολλή δουλειά και ομολογώ πως μετά από 1.100 και πλέον ομιλίες, άλλωστε ήμουν ο πρώτος που μίλησα στους Κρητικούς για τη χρήση της ζώνης ασφαλείας και την αξία της, υπάρχουν πολλοί, ευτυχώς οι περισσότεροι που αναγνωρίζουν την προσπάθεια και ενστερνίζονται τις απόψεις και προτροπές μου.

Και βέβαια είμαι το ίδιο σίγουρος ότι κάποιοι μπορούν και να με θεωρούν γραφικό. Τι να μας πει αυτός τώρα; Αφού τα ξέρουμε», εξηγεί στο ΒΗΜΑ σε αδρές γραμμές ο Γιάννης Λιονάκης, Πρόεδρος του Εθελοντικού Συλλόγου Πρόληψης Τροχαίων Ατυχημάτων.

Δύσκολο εγχείρημα. Επιβεβλημένο, αν αναλογιστεί κανείς πόσοι άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους στην άσφαλτο. Ο Γιάννης Λιονάκης αγωνίζεται εδώ και πολλά χρόνια να μεταδώσει τους κανόνες οδικής συμπεριφοράς και ασφάλειας, κόντρα σε μία παρωχημένη κακώς εννοούμενη μαγκιά.

Η Κρήτη του Γιάννη δεν παραγνωρίζει τις αξίες της κρητικής ταυτότητας και κληρονομιάς. «Θυμάμαι στον στρατό τα παγωμένα βράδια του Λιτόχωρου να μαζεύω φίλους στρατιώτες και να τους μιλώ για την ομορφιά του τόπου μου, την ομορφιά των ανθρώπων του και τη συμβολή τους στους απελευθερωτικούς αγώνες της χώρας μας, να τους μιλώ για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, για τον Καζαντζάκη, τον Κορνάρο, τον Θεοτοκόπουλο, τον Χατζηδάκι, τον Ξυλούρη και άλλους επιφανείς Κρητικούς, πολιτικούς, αγωνιστές της ελευθερίας διανοούμενους επιχειρηματίες.

Όλο αυτό επηρέασε την περηφάνια μου για το νησί μου αλλά και γιγάντωσε τον προβληματισμό μου γιατί κυρίως οι νεότερες γενιές δεν ενστερνιστήκαν και δεν μπολιάστηκαν με τη σπορά τόσων σπουδαίων και αξιόλογων Κρητικών.

«Η οδήγηση στην Κρήτη μεθάει, δεν φοράει κράνος και τρέχει πολύ».

Κι ύστερα δεν ξέχασα ποτέ το φτωχό σπιτικό μας να υποδέχεται τους πρώτους άγνωστους ούτως ή άλλως περιπατητικούς τουρίστες της δεκαετίας του ‘70 και να τους φιλεύει κάτω από τον ίσκιο της Μουριάς της αυλής μας, ένα αυγό, μια σαλάτα. Φιλοξενία λοιπόν και πολύ φιλότιμο στον Κρητικό.

Αλλά και το άλλο που διέκρινα σπίτι μας αλλά το βρήκα και αλλού: την αξία της γυναίκας πριν ακόμα αυτό συμβεί στην υπόλοιπη χώρα. Σε πολλά στοιχεία της καθημερινότητας να έχει ισότιμη ή και προεξάρχουσα θέση στο σπίτι.

Κυρίως αυτά τα στοιχεία της δοτικότητας, της προσφοράς, της φιλοξενίας και του σεβασμού στον άλλον ήταν αυτά που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα μου. Ξεχωρίζω τις τοπικές παραδόσεις μας, τους χορούς, τη μουσική και τους μουσικούς μας. Από τον Ροδινό, τον Μπαξεβάνη, τον Μουντάκη, τον Νίκο Ξυλούρη, τον Ψαρονίκο, τον Ψαραντώνη και βέβαια τον Βασίλη Σκουλά.

Στη σημερινή Κρήτη με ενοχλεί απίστευτα η σε μεγάλο βαθμό αλλοτρίωση και ο βαυκαλισμός από μια επίπλαστη ευημερία που έφερε ο -ούτως ή άλλως καλοδεχούμενος- τουρισμός με τα όποια θετικά αποτελέσματά του που έκαναν τον Κρητικό να προτάξει από πολλές άλλες αξίες αυτήν του χρήματος.

Ενοχλούμαι από το «καπετανιλίκι» ορισμένων που πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν το κέφι τους παραβαίνοντας κώδικες και αξίες ζωής. Η οπλοκατοχή, η οπλοφορία και η οπλοχρησία είναι μια από τις μάστιγες του τόπου μας που δυστυχώς έχει οδηγήσει σε συμβάντα με τραγικά αποτελέσματα».

Με εξαίρεση τα χρόνια του στρατού και των σπουδών του, όλη η υπόλοιπη ζωή του είναι γεμάτη Κρήτη. Η σχέση του με το νησί είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το μεγάλωμα του. «Τα ‘φερε έτσι η ζωή να κουβαλάω μέσα μου τα στοιχεία του συγκρητισμού και αυτό γιατί γεννήθηκα στην Κίσσαμο, την πιο φτωχή και παραμελημένη ίσως επαρχία του νησιού μας που έχει την ευλογία στα όριά της να φωλεύουν τρεις παγκόσμιοι μοναδικοί τουριστικοί προορισμοί, ο Μπάλος, τα Φαλάσαρνα και το Ελαφονήσι.

Εκεί ανάμεσα σε Φαλάσαρνα και Ελαφονήσι γεννήθηκα και τελείωσα το Δημοτικό. Οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες με οδήγησαν στην Παιδόπολη της Νεάπολης στο Λασίθι για να φοιτήσω στο Γυμνάσιο κι από εκεί να φύγω για να σπουδάσω», αφηγείται.

Η επιστροφή στο Ηράκλειο ήταν για εκείνον μονόδρομος κι όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «είχα την ευλογία για λόγους επαγγελματικούς και οικογενειακούς, τουλάχιστον μια φορά τον μήνα εδώ και 30 χρόνια να κινούμαι από Καστέλι μέχρι Σητεία. Αυτό με έκανε να αγαπήσω πιο πολύ ακόμα ολόκληρο το νησί μας».

Αλεξάνδρα Θεοχάρη, ιδρύτρια του brand KLOTHO

«Γεννήθηκα, μεγάλωσα και σπούδασα στη Θεσσαλονίκη, όμως η σχέση μου με την Κρήτη υπήρχε ανέκαθεν, γιατί η μητέρα μου είναι Κρητικιά, Ρεθεμνιώτισσα. Η σχέση αυτή ξεκίνησε σχεδόν ταυτόχρονα με τη γέννησή μου γιατί είχαμε στο νησί γιαγιάδες, παππούδες, ξαδέρφια κι ερχόμασταν κάθε Πάσχα.

Έχω έντονες μνήμες και μια έντονη σύνδεση με το νησί, λόγω της μητέρας μου. Αυτός ήταν και ο λόγος που επέλεξα να έρθω στο Ρέθυμνο όταν διορίστηκα στην εκπαίδευση. Αγαπούσα το Ρέθυμνο. Αγαπούσα την Κρήτη.

Ήταν κομμάτι της ζωής μου, κομμάτι της ζωής της οικογένειάς μου. Οπότε, ήταν μια πολύ φυσική επιλογή όταν έπρεπε να φύγω από τη Θεσσαλονίκη κι αφού είχα τελειώσει τις σπουδές μου στην Αγγλική Φιλολογία για να εργαστώ.

Διορίστηκα στα Ανώγεια κι έζησα τον πρώτο χρόνο εκεί μόνη μου. Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά ξαναπηγαίνω στα Ανώγεια γιατί κάνουμε μαθήματα υφαντικής σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, σε ένα πρόγραμμα αναβίωσης της τέχνης της υφαντικής. Με τα Ανώγεια έχω ένα παραπάνω συναισθηματικό δέσιμο.

Στην Κρήτη γνώρισα τον άντρα μου, παντρευτήκαμε, κάναμε οικογένεια, κάναμε τέσσερα παιδιά», αφηγείται στο ΒΗΜΑ η Αλεξάνδρα Θεοχάρη, ιδρύτρια του brand KLOTHO το οποίο συνδυάζει τη μακραίωνη τέχνη της ύφανσης με το σύγχρονο design.

Ερχόμενη στην Κρήτη -και παράλληλα με τη διδασκαλία στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση- ξεκίνησε ένα μεταπτυχιακό στην Ιστορία της Τέχνης. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της ήρθε σε επαφή με πολύ σημαντικούς ανθρώπους της τέχνης.

«Είχαμε την τύχη να έχω να έχουμε πολύ σημαντικούς καθηγητές. Ο Νίκος Χατζηνικολάου ήταν υπεύθυνος του μεταπτυχιακού προγράμματος και η τότε διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα, ήταν καθηγήτριά μας. Κάναμε πολύ συχνές επισκέψεις στην Αθήνα, σε εργαστήρια καλλιτεχνών, στα εργαστήρια της Εθνικής Πινακοθήκης. Μπήκαμε στις αποθήκες της και μας έδειξε ακόμη και έργα του Γκρέκο.

Τη φέρνω στο μυαλό μου ως μια πολύ ωραία περίοδο της ζωής μου, γεμάτη τέχνη και έμπνευση». Μέσα από αυτή τη διαδικασία συνειδητοποίησε πόσο μεγάλη επιρροή μπορεί να έχει η τέχνη στη ζωή μας και πόσο μπορεί να ομορφύνει τον κόσμο μας μέσω αυτής.

Η Αλεξάνδρα ήταν πια πεπεισμένη ότι η τέχνη είναι μια διέξοδος για μια πιο όμορφη ζωή. Και μπορεί η επίγνωση να ήρθε εκείνα τα πρώτα χρόνια στο νησί, η απόφαση όμως να ξεκινήσει το brand της χρειάστηκε χρόνια μπολιάσματος.

«Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά ξαναπηγαίνω στα Ανώγεια γιατί κάνουμε μαθήματα υφαντικής σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής».

Κλείνοντας τον κύκλο της εκπαίδευσης, σειρά είχε η αφιέρωση χρόνου σε όσα της έδιναν χαρά. «Τα χόμπι μου ήταν κυρίως πράγματα που αφορούσαν το χειροποίητο. Μου άρεσε πάντα οτιδήποτε μπορείς να φτιάξεις με τα χέρια σου.

Ίσως επειδή είχα και πολλά ερεθίσματα και πολλές εικόνες από τις δύο γιαγιάδες μου και από τη μητέρα μου, οι οποίες κεντούσαν, έπλεκαν. Μου έχουν αφήσει καταπληκτικά πράγματα. Τις θυμάμαι με πολλή αγάπη να τα φτιάχνουν και να τα καμαρώνουν και να μου τα δίνουν».

Ανάμεσα σε αναμνήσεις και νέες αναζητήσεις, μπήκε στη ζωή της η υφαντική. Ή μάλλον ξαναμπήκε, γιατί θυμόταν πολύ καθαρά τη γιαγιά της καθισμένη στον αργαλειό της στο σπίτι της Κρήτης. «Βρέθηκα σ ένα εργαστήριο υφαντικής. Είδα έναν αργαλειό, ο οποίος δούλευε κι έφτιαχνε πολύ ωραία υφάσματα που προορίζονταν για ιερατικά άμφια σε ένα μοναστήρι εδώ στο Ρέθυμνο.

Όλο αυτό μου κέντρισε την περιέργεια και τελικά με κέρδισε. Ίσως γιατί η υφαντική είναι μια πολύπλευρη τέχνη, μια πολυδιάστατη τέχνη με πολλές διαφορετικές πτυχές. Κάθε αργαλειός, κάθε τελάρο μπορεί να φτιάξει κάτι διαφορετικό. Την αγάπησα από την αρχή την υφαντική.

Δεν είχα δικό μου αργαλειό και πήγαινα για να μάθω από τις καλόγριες στο μοναστήρι της Αγίας Ειρήνης (Ρουσσοσπίτι) στο Ρέθυμνο. Μάθαινα πατρόν σε μια ιδιωτική σχολή και οι καλόγριες με μεγάλη προθυμία μού έφτιαχναν όποιο ύφασμα ήθελα.

Μου σύστησαν μάλιστα και υφάντρες στο Ηράκλειο, με τις οποίες ακόμα συνεργάζομαι. Έφτιαξα τα τρία πρώτα ρούχα. Στιγμή για ‘μενα μαγική και ταυτόχρονα ένα άθλος. Να ξεκινήσω από το μηδέν και να καταλήξω να φτιάχνω ρούχα με ωραία χειροποίητα στοιχεία, με κεντήματα, με διακοσμητικά που τα είχα επιλέξει από λευκώματα μουσείων. Καμάρωνα πάρα πολύ». Έκανε μια μικρή έρευνα και είπε «θα το τολμήσω».

Το 2017 γεννιέται το KLOTHO. «Πήρα τον πρώτο μου αργαλειό, τον έστησα εδώ στο εργαστήριό μου, το οποίο παραμένει από την πρώτη ημέρα μέχρι σήμερα στο Ρέθυμνο. Τότε είχα έναν αργαλειό.

Τώρα έχω τέσσερις μεγάλους και τέσσερις μικρούς. Βρήκα μια κοπέλα που ήξερε να υφαίνει, είχε μάθει κι αυτή σε μοναστήρι όταν ήταν μικρή και έκτοτε δουλεύουμε μαζί. Έφτιαξα την ομάδα μου και κάπως έτσι ξεκίνησα να φτιάχνω το δικό μου ύφασμα.

Θελήσαμε να προβάλλουμε την τέχνη της υφαντικής, μια τέχνη που είχε μείνει για αρκετά χρόνια στην αφάνεια. Παλιότερα δεν υπήρχε σπίτι (και) στην Κρήτη που να μην έχει τον αργαλειό του για να φτιάχνει τα απαραίτητα.

Είπα ότι «θέλω να προσπαθήσω και δώσω ξανά νέα ζωή στα υφαντά, μια νέα ματιά πιο σύγχρονη, πιο φρέσκια»». Η Κρήτη ήταν και παραμένει πηγή έμπνευσης για την Αλεξάνδρα. Παρά τις δυσκολίες που μπορεί να προκύπτουν για το brand από την απόσταση από την Αθήνα, η Αλεξάνδρα δεν θα άλλαζε τίποτα.

«Είμαι χαρούμενη που ζω στην Κρήτη, ένα νησί με φοβερή ενέργεια, με πολλά πρόσωπα. Με τα όμορφά και με τα στραβά του, όπως κάθε τόπος. Ένα νησί που σε καλεί να επιστρέψεις και που όσες φορές και να έρθεις πάντα ανακαλύπτεις κάτι καινούργιο».

Τάκης Προεστάκης, ιδιοκτήτης του καταφυγίου αδέσποτων ζώων “Takis Shelter”

«Οι γονείς μου με πήγαν σε ψυχολόγο. Με νόμιζαν για τρελό. «Είναι καλό κι ευαίσθητο παιδί ο Τάκης. Αγαπάει τα ζώα», τους απάντησε». Ο Θεόκλητος Προεστάκης, Τάκης όπως όλοι τον φωνάζουν, έφτιαξε στην Ιεράπετρα ένα από τα μεγαλύτερα καταφύγια ζώων στην Ελλάδα.

Ο «άγιος» Τάκης των αδέσποτων στην Κρήτη ξόδεψε ό,τι είχε και δεν είχε προκειμένου να περιθάλψει τα ζώα και να αλλάξει τις ζωές τους. Τις τελευταίες λέξεις της φράσης που μόλις προηγήθηκε, ο ίδιος δεν τις αποδέχεται.

«Τα ζώα άλλαξαν τη δική μου ζωή κι όχι το αντίθετο», αναφέρει στο ΒΗΜΑ. «Γεννήθηκα τη δεκαετία του ‘70 στο Ορεινό Σητείας. Η ζωή μου ήταν μέσα στη φύση. Με έψαχνε συνέχεια η μητέρα μου κι εγώ ήμουν σκαρφαλωμένος στα δέντρα, μάζευα λουλούδια, έκανα παρέα με τα ζώα.

Μετακομίσαμε στην Ιεράπετρα προκειμένου να πάω στο Γυμνάσιο. Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ που άφησα το χωριό για την πόλη. Η ζωή μου ήταν στο χωριό». Προσαρμόστηκε, δεν γινόταν αλλιώς. Για 20 χρόνια δούλευε στη νύχτα, μέχρι που κατάλαβε ότι αυτή η ζωή δεν του ταιριάζει.

«Σιχάθηκα αυτή τη ζωή. Ήξερα τόσο κόσμο κι όμως δεν είχα φίλους πραγματικούς. Κουράστηκα να δουλεύω νύχτα και πούλησα την επιχείρησή μου. Αυτό που με έκανε να αλλάξω τη ζωή μου ήταν η επίσκεψη στη χωματερή της πόλης.

Από περιέργεια ήθελα να δω πού πετάγονται τα σκουπίδια της πόλης. Όταν ήρθα στη χωματερή, αντίκρισα πάρα πολλά σκυλιά σε άθλια κατάσταση. Σκυλιά άρρωστα, αποστεωμένα, υποσιτισμένα, προσπαθούσαν να επιβιώσουν τρώγοντας ό,τι έβρισκαν στα σκουπίδια. Το ένα ειδικά ήταν τόσο τραυματισμένο που αν δεν το έπαιρνα μαζί μου εκείνη την ημέρα για να το πάω στον κτηνίατρο, ήταν βέβαιο ότι δεν θα ζούσε.

Κάθε μέρα ήμουν εκεί και κατέληξα τις επόμενες ημέρες να φροντίζω 75 ζώα. Με περίμεναν. Δέθηκα μαζί τους τόσο πολύ που δεν ήθελα να τα αφήσω. Έδωσα χρήματα για να αγοράσω ένα χωράφι και να το κάνω καταφύγιο ώστε να τα μεταφέρω.

Βρήκα ένα χωράφι σε απόσταση 300 μέτρων από τη χωματερή, η τοποθεσία λέγεται “κούπα”. Αγόρασα 5 στρέμματα και τα μετέτρεψα σε καταφύγιο. Ένα όμορφο πρωινό περπάτησα με τα ζωάκια και πήγαμε στο σπίτι μας.

Δεν είχα υπολογίσει πόσα χρήματα χρειάζονται όλα αυτά τα ζώα. Μέσα σε 1.5 χρόνο, περίπου 185 χιλιάδες ευρώ που είχα από την πώληση της επιχείρησής μου, εξαφανίστηκαν. Δεν μπορούσα να κάνω πείσω. Δεν υπήρχε περίπτωση να μείνουν χωρίς τροφή τα ζώα.

«Αυτό που πραγματικά με κουράζει δεν είναι η φροντίδα των ζώων, αλλά η επαφή μου με τους ανθρώπους. Με κουράζει η τοξικότητα των ανθρώπων αλλά και ο τρόπος που φέρονται στα ζώα».

Τότε άρχισε το δράμα μου. Ζητούσα δανεικά από τους γονείς μου, από τους γνωστούς μου. Η οικονομική κατάστασή μου ήταν τραγική. Έφτασα από το +185.000 ευρώ, να χρωστάω 45 χιλιάδες. Πούλησα ό,τι είχα και δεν είχα για να μπορώ να εξασφαλίσω φαγητό και περίθαλψη στα ζώα μου. Το τελευταίο που δεν είχα πουλήσει ήταν το χωράφι του καταφυγίου».

Μιλώντας για εκείνες τις πολύ δύσκολες στιγμές, ο Τάκης θυμάται πώς έκανε τη ζωή του «ριάλιτι». Έψαχνε τρόπους να σώσει το καταφύγιο κι ένας από αυτούς ήταν να ανεβάζει καθημερινά βίντεο στο Facebook, περιγράφοντας όσα συνέβαιναν.

Για καλή του τύχη τα βίντεο έφτασαν στα μάτια μιας δημοσιογράφου της Daily Mail η οποία επικοινώνησε μαζί του για μια συνέντευξη. Της μίλησε και το άφησε στην άκρη, συνεχίζοντας τον ανηφορικό δρόμο της επιβίωσης.

«Δυο μήνες προσπαθούσα να κρατήσω το καταφύγιο ζωντανό και να ταΐσω τα 150 σκυλιά και τις 30 γάτες που είχα τότε. Ημουν έτοιμος να πουλήσω το ίδιο το καταφύγιο με τον όρο ο νέος ιδιοκτήτης να με αφήσει να έχω τα σκυλιά στον χώρο 2 χρόνια μέχρι να βρω πού θα τα πάω. Το καταφύγιο μού είχε κοστίσει γύρω στα 60.000 ευρώ και ο αγοραστής θα το έπαιρνε αντί 12.000 ευρώ.

Δυο μέρες πριν γίνουν τα συμβόλαια, ξύπνησα και είδα δεκάδες μηνύματα με συγχαρητήρια. Το αφιέρωμα της Daily Mail είχε μόλις δημοσιευτεί. Όταν είδα στο paypal που διατηρούσα για μικρές δωρεές μέσω των οποίων αγόραζα τροφές – συνήθως είχε μέσα 40-80 ευρώ – 5.000 ευρώ, τρελάθηκα.

Μετά από 2 λεπτά που ξανακοίταξα είχαν γίνει 5.300 ευρώ. Όλη μέρα, ανά πέντε λεπτά, ανανέωνα το paypal και έβλεπα το ποσό να ανεβαίνει. Είχα πολύ μεγάλη χαρά. Η πώληση δεν προχώρησε.

Μαζεύτηκαν από αυτό το άρθρο 60.000 ευρω. Πλήρωσα όσα χρωστούσα και μου έμειναν για τα καθημερινά έξοδα του καταφυγίου», αφηγείται.

Τα 5 στρέμματα του καταφυγίου έχουν γίνει πια 200 και τα ζώα έχουν φτάσει τα 550. Ο Τάκης τότε ζούσε σε ένα μεταλλικό κοντέινερ και τώρα μπορεί με περηφάνια να μιλάει για τον δεύτερο ξενώνα που ετοιμάζεται εντός του καταφυγίου για τον ίδιο αλλά και τους εθελοντές που φτάνουν στην Ιεράπετρα από όλον τον κόσμο για να βοηθήσουν. Πέρα από αυτό, στο καταφύγιο εργάζονται και συντηρούνται έξι οικογένειες.

«Αυτό που πραγματικά με κουράζει δεν είναι η φροντίδα των ζώων, αλλά η επαφή μου με τους ανθρώπους. Με κουράζει η τοξικότητα των ανθρώπων αλλά και ο τρόπος που φέρονται στα ζώα. Καθημερινά με παίρνουν τηλέφωνο και με ενημερώνουν για περιστατικά ζώων σε άθλια κατάσταση, πεινασμένα, χτυπημένα, εγκαταλελειμμένα.

Το 80% από όσους με παίρνουν τηλέφωνο, λένε ψέματα και τα ζώα είναι δικά τους. Θέλουν να με κοροϊδέψουν για να αναλάβω εγώ την περιποίηση του ζώου τους, λέγοντας πως πρόκειται για αδέσποτο.

Κάποιοι λένε “ο Τάκης κάνεις μπίζνες’’. Δεν μπορούν να καταλάβουν ότι όλο αυτό βγαίνει από την καρδιά μου κι αυτή με οδηγεί. Είμαι ένα με τα ζώα και δεν το αλλάζω. Πρόκειται για μια δουλειά σκληρή όμως στο τέλος της ημέρας είμαι χαρούμενος και ικανοποιημένος γιατί έχω καταφέρει να φροντίσω τόσες ζωές».

Γιώργος Διαλεκτάκης, Πανελληνιονίκης ΑμεΑ στη σκοποβολή και δρομέας υπεραποστάσεων

Χρειάστηκαν εννέα μήνες σκληρής προετοιμασίας για να μπορέσει ο Γιώργος Διαλεκτάκης να πάρει μέρος, μαζί με τον Γιώργο Σαλονικιό, στον Φειδιππίδειο Δρόμο, τον δυσκολότερο ομολογουμένως αγώνα ανοικτής οδού στον κόσμο.

Ξεπερνώντας κάθε δυσκολία κατάφεραν να κατακτήσουν την παγκόσμια καταγεγραμμένη επίδοση για το 2024 στα 50 χλμ. με αγωνιστικό αναπηρικό αμαξίδιο.

Κάθε διάκρισή του συνοδεύεται από λόγια θαυμασμού. «Μας έκανε περήφανους και πάλι ο Ρεθεμνιώτης αθλητής», επαναλαμβάνουν οι συντοπίτες του Γιώργου με καταγωγή από το χωριό Πλώρα στη Μεσσαρά Ηρακλείου από την πλευρά του πατέρα του και από το χωριό Παντάνασσα Αμαρίου στο Ρέθυμνο από την πλευρά της μητέρας του.

Μεγάλωσε και ζει στο Ρέθυμνο, μια πόλη που ναι μεν έχει βελτιώσει τις υποδομές της για τα άτομα με αναπηρία, έχει όμως ακόμα δρόμο να διανύσει.

«Σε όποιο μέρος και να πας θα συναντήσεις και το καλό και το άσχημο. Ο καθένας μας επιλέγει τον τρόπο με τον οποίο θέλει να ζήσει».

«Από άποψη υποδομών σίγουρα τα πράγματα βελτιώνονται μέρα με τη μέρα. Οι ράμπες κατασκευάζονται με τη σωστή κλίση και οι αναπηρικές θέσεις στάθμευσης αυξάνονται, ακόμη και η νοοτροπία των ανθρώπων αλλάζει, αφού υπάρχει περισσότερος σεβασμός απέναντι στους ανθρώπους με αναπηρία.

Παρ’ όλα αυτά πολλά είναι ακόμα όσα πρέπει να γίνουν για τη διευκόλυνση όλων των πολιτών και όχι μόνο όσων έχουν οποιουδήποτε είδους αναπηρία», αναφέρει στο ΒΗΜΑ ο Γιώργος Διαλεκτάκης.

Αν κάτι θα ήθελε να δει να αλλάζει αυτό θα ήταν «η κατάσταση που επικρατεί με το αλκοόλ και τους θανάτους στα τροχαία. Χρειάζεται να υπάρχει όριο και έλεγχος για ένα καλύτερο αύριο. Σε όποιο μέρος και να πας θα συναντήσεις και το καλό και το άσχημο.

Ο καθένας μας επιλέγει τον τρόπο με τον οποίο θέλει να ζήσει. Προσωπικά με ενδιαφέρει να ζω στον τόπο μου ποιοτικά, κάτι το οποίο αφορά τόσο τα άτομα με αναπηρία όσο και τα μη έχοντα».

Υπάρχουν όμως κι άλλα πολλά στην κρητική παράδοση που εκτιμά και αποτελούν ειδοποιά διαφορά της. «Ο θεσμός της φιλοξενίας είναι κάτι που με χαρακτηρίζει, καθώς στην Κρήτη οι επισκέπτες θεωρούνται τιμώμενα πρόσωπα.

Η τιμιότητα και η ειλικρίνεια ή αλλιώς ντομπροσύνη, όπως τη λέμε εδώ στην Κρήτη, είναι άξιες που έχω υιοθετήσει.

Ο σεβασμός απέναντι στην οικογένεια και στους μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κοινωνίας μας που ξεχωρίζω. Μέσα από συζητήσεις μοιράζονται με εμάς τους νεότερους την εμπειρία χρόνων που έχουν αποκομίσει, η οποία μόνο χρήσιμη μπορεί είναι».https://www.tovima.gr/

 

Προηγούμενο Άρθρο
placeholder text
Επόμενο Άρθρο
placeholder text

Κρήτη: Ο καιρός για αύριο Κυριακή 23...

Ο καιρός στην Κρήτη την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου αναμένεται...

Συναυλία «Οι Μουσικές των Μονοπατιών της Κρήτης»...

Η Περιφέρεια Κρήτης και το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδας διοργανώνουν,...

Κρήτη: Ο καιρός για αύριο Κυριακή 23...

Ο καιρός στην Κρήτη την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου αναμένεται...

Συναυλία «Οι Μουσικές των Μονοπατιών της Κρήτης»...

Η Περιφέρεια Κρήτης και το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδας διοργανώνουν,...
politika-kritis-header-ad
VAVOULAS GROUP 728×90
politika-kritis-ad
DOLE Μπανάνες 300Χ250
CANALE 300X250
politika-kritis-ad

Subscribe

spot_imgspot_img

Popular

More like this
Related

Πάπας Φραγκίσκος: Σε κρίσιμη κατάσταση ο Ποντίφικας

Ο Πάπας Φραγκίσκος υπέστη αναπνευστική κρίση και η κατάσταση...

Με την πλάτη στον τοίχο η κυβέρνηση εν όψει συλλαλητηρίων για τα Τέμπη

Η κυβέρνηση κεντρικά έχει αποφασίσει να κρατήσει... χαμηλούς τόνους...