Γεννιέται σαν σήμερα πριν από 112 χρόνια, μια συγγραφέας, μια γυναίκα που έμεινε στην ιστορία σαν αυτή που άλλαξε τον τρόπο σκέψης των άλλων γυναικών ολόκληρου σχεδόν του πλανήτη! Η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ένα φωτεινό παράδειγμα διανοούμενου ατόμου ξέφευγε από τα στενά φεμινιστικά πλαίσια, περιπλέχτηκε με τον υπαρξισμό, την Αριστερά, τη σεξουαλική απελευθέρωση, τη Γαλλική διανόηση και επηρέασε σε επίπεδο ιδεών και φαινομένων την κοινωνία.
«Γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι! »Αυτή τη φράση είπε η Σιμόν ντε Μποβουάρ και μαζί με το βιβλίο της «Το δεύτερο φύλλο» έμεινε για πάντα στην ιστορία …
Η Σιμόν γεννιέται στις 9 Ιανουαρίου 1908 στο Παρίσι, μεγαλώνει σε ένα συντηρητικό, μεγαλοαστικό και καθολικό περιβάλλον και σε μικρή ηλικία θέλει να γίνει καλόγρια. Στα 14 της χρόνια περνάει μια σημαντική υπαρξιακή κρίση που την απομακρύνει μια και καλή από το Θεό και την εθίζει στη φιλοσοφική αναζήτηση. Το πάθος της για τη φιλοσοφία την οδηγεί στα έδρανα της École Normale Supérieure, όπου ξεχωρίζει για την ανατρεπτική της σκέψη και το 1921 γνωρίζει τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ.
Ήταν καλοκαίρι του 1929 όταν η Σιμόν ντε Μποβουάρ και ο Ζαν- Πολ Σαρτρ, κορυφαίος φιλόσοφος του υπαρξισμού, έκλεισαν μια συμφωνία που τήρησαν ως το τέλος της ζωής τους. Έγιναν οι «αιώνιοι εραστές» και προκάλεσαν τα ήθη της εποχής υπερασπιζόμενοι την ελεύθερη συμβίωση.
Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός πως «η μητέρα του φεμινισμού» έχει αποτυπωθεί στη συνείδηση πολλών ως η σύντροφος ενός σπουδαίου άντρα, αλλά η σχέση της Μποβουάρ με τον Σαρτρ, τόσο στον έρωτα όσο και στη φιλοσοφία, είναι ιδιαίτερη, αμφίδρομη και ανεξάρτητη. Ως ζευγάρι, μένουν σε διαφορετικά σπίτια και ως ερωτικοί σύντροφοι, διατηρούν ανοιχτές ερωτικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους, ενίοτε και όλοι μαζί, καταστάσεις που η Μποβουάρ θα εξιστορήσει μέσα από το λογοτεχνικό της έργο.
Ο ελεύθερος έρωτας και η αυτοδιάθεση του σώματος βρίσκονται στην καρδιά της σχέσης τους και η λέξη «γάμος» αποτελεί ένα «κακό αστείο». Όταν το 1931 ο Σαρτρ ζητά από τη Μποβουάρ να παντρευτούν –για πρακτικούς κυρίως λόγους– η Γαλλίδα είναι κάθετη: «ο γάμος είναι περιορισμός, αστικοποίηση, αλλά και θεσμοθετημένη παρέμβαση του κράτους στην ιδιωτική ζωή των πολιτών».
Για να κερδίσει την οικονομική ανεξαρτησία της, η Σιμόν γίνεται καθηγήτρια, αλλά το ναζιστικό κατοχικό καθεστώς την απολύει το 1943, επειδή υποστηρίζει τη σχέση μαθήτριάς της με Ισπανό εβραϊκής καταγωγής. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, η Μποβουάρ έρχεται σε επαφή με τον Καμύ, τον Ζενέ, τον Πικάσο και άλλα «αντιστασιακά στοιχεία» του Παρισιού, ενώ παίρνει μέρος στην οργάνωση ‘Σοσιαλισμός και Ελευθερία’ που ιδρύει ο Σαρτρ στα πλαίσια της αντίστασης.
Συχνάζει στο θρυλικό παρισινό καφέ Les Deux Magots, όπου οι πολιτικές και φιλοσοφικές συζητήσεις της με τον Σαρτρ και τους υπόλοιπους μένουν στην ιστορία. Όταν ο πόλεμος τελειώνει, αρχίζει η χρυσή εποχή για τη Σιμόν, που εκδίδει μαζί με τον Σαρτρ το πολιτικό περιοδικό ‘Les Temps Modernes’ στις σελίδες του οποίου αντανακλάται η ανατρεπτική της σκέψη πάνω στην πολιτική, τη φιλοσοφία και το γυναικείο ζήτημα. Είναι χαρακτηριστικό πως οι συντηρητικοί και καθολικοί κύκλοι της Γαλλίας την βλέπουν ως «πορνογράφο» και ως «νυμφομανή».
Στα μέσα του 1949, η Σιμόν ντε Μποβουάρ δημοσιεύει ‘Το Δεύτερο Φύλο’ (Le Deuxième Sexe), ένα έργο που σήμερα είναι γνωστό ως «η βίβλος του φεμινισμού» και που, σε κάθε περίπτωση, δίνει μια ριζοσπαστική ερμηνεία στο τι είναι γυναίκα. Για πρώτη φορά, η ταυτότητα της γυναίκας παρουσιάζεται ως κάτι μη φυσικό και μη δεδομένο, ως ένα κοινωνικό κατασκεύασμα που συντηρεί συγκεκριμένες σεξουαλικές σχέσεις εξουσίας: «Γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι».
Γράφει η ίδια για το βιβλίο της: «Οι σημερινές γυναίκες έχουν σχεδόν εκθρονίσει τον μύθο της θηλυκότητας· αρχίζουν να κάνουν αισθητή την ανεξαρτησία τους με πολύ συγκεκριμένους τρόπους· δεν καταφέρνουν όμως εύκολα να βιώσουν απόλυτα την κατάστασή τους ως ανθρώπινα όντα. Έχοντας ανατραφεί από γυναίκες, μέσα στους κόλπους ενός γυναικείου κόσμου, ο φυσιολογικός προορισμός τους είναι ο γάμος, ο οποίος στην πραγματικότητα τις υποδουλώνει ακόμα και σήμερα στον άντρα· το ανδρικό κύρος κάθε άλλο παρά έχει εξαλειφθεί: στηρίζεται ακόμα σε γερές οικονομικές και κοινωνικές βάσεις.
Είναι συνεπώς αναγκαίο να μελετήσουμε πολύ προσεκτικά την παραδοσιακή μοίρα της γυναίκας. Θα προσπαθήσω να περιγράψω πώς η γυναίκα μαθαίνει την κατάστασή της, πώς τη βιώνει, σε τι είδος σύμπαντος βρίσκεται εγκλωβισμένη, ποιους τρόπους διαφυγής έχει. Και μόνο αν όλα αυτά γίνουν κατανοητά, μόνο τότε θα μπορέσουμε να καταλάβουμε ποια προβλήματα αντιμετωπίζουν οι γυναίκες που, έχοντας κληρονομήσει ένα βαρύ παρελθόν, προσπαθούν να χτίσουν ένα καινούργιο μέλλον…» Σιμόν Ντε Μποβουάρ
Υπό το πρίσμα του υπαρξισμού, η Μποβουάρ βλέπει τη Γυναίκα ως το σημαντικότερο παράδειγμα του κοινωνικού «Άλλου», ως μία ύπαρξη που ιστορικά ορίζεται σαν το αδύναμο, αφύσικο και μη ομαλό αντίθετο του Άντρα και το γεγονός αποτελεί τη ρίζα της καταπίεσης των γυναικών. Η θεώρηση αυτή είναι τα θεμέλια πάνω στα οποία θα στηριχθεί η μετέπειτα φεμινιστική λογοτεχνία, που περιστρέφεται γύρω από το κοινωνικό κατασκεύασμα της θηλυκής ταυτότητας και την έννοια του σεξουαλικού «Άλλου».
Κάπως έτσι, η Σιμόν αναδεικνύεται σε αρχιέρεια του φεμινισμού κατά την ταραγμένη δεκαετία του ’60, ένα κίνημα που έχει ξεφύγει από τη διεκδίκηση ψήφου και ίσων δικαιωμάτων και θέλει να αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι γυναίκες. Παράλληλα, θεωρείται παραδειγματική η στάση που κρατάει σε πολιτικά τεκταινόμενα όπως ο γαλλοαλγερινός πόλεμος.
Το έργο της Μποβουάρ είναι πολυδιάστατο, αφού περιλαμβάνει από πολιτικές θέσεις και φιλοσοφικά δοκίμια μέχρι μυθιστορήματα, βιογραφίες και θεατρικά έργα. Η αλληλοεπιρροή με το Σάρτρ είναι εμφανής σε πολλές περιπτώσεις, τόσο στα κείμενα της Μποβουάρ, όσο και σε αυτά του Σάρτρ, ακόμα και στο μεγαλούργημά του «Το Είναι και το Μηδέν».
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ πεθαίνει στις 14 Απριλίου 1986 από πνευμονία και θάβεται στο νεκροταφείο Μονπαρνάς του Παρισιού, δίπλα στον αγαπημένο της Σαρτρ.
ΠΗΓΕΣ :
Wikipedia.gr
TVXS.gr
Cretalive.gr
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
theguardian.com
Τα σχόλια είναι κλειστά.