Στις 5:30 π.μ. της 31ης Ιανουαρίου 1996 ελικόπτερο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, που είχε απονηωθεί από τη φρεγάτα «Ναβαρίνο», κατέπεσε στη θαλάσσια περιοχή των Ιμίων και τα τρία μέλη του πληρώματος σκοτώθηκαν
Τη νύχτα της 30ής προς την 31η Ιανουαρίου 1996 κορυφώθηκε η αποκληθείσα κρίση των Ιμίων, που είχε ως αποτέλεσμα να καταπέσει στη θαλάσσια περιοχή των βραχονησίδων ελικόπτερο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και να χάσουν τη ζωή τους τα τρία μέλη του πληρώματος αυτού, ο υποπλοίαρχος Χριστόδουλος Καραθανάσης, ο υποπλοίαρχος Παναγιώτης Βλαχάκος και ο αρχικελευστής Έκτορας Γιαλοψός.
Το ελικόπτερο είχε απονηωθεί από τη φρεγάτα «Ναβαρίνο», προκειμένου να ελέγξει την ορθότητα της πληροφορίας περί υπάρξεως τούρκων καταδρομέων στη δυτική Ίμια, κατέπεσε δε κατά την επιστροφή του στη φρεγάτα.
Οι τρεις αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού (Χ. Καραθανάσης, 34 ετών, κυβερνήτης, Π. Βλαχάκος, 31 ετών, συγκυβερνήτης, και Ε. Γιαλοψός, 29 ετών, χειριστής συσκευών) αποτελούσαν το πλήρωμα του ελικοπτέρου τύπου ΑΒ 212, που κατέπεσε περί τις 5:30 π.μ. της 31ης Ιανουαρίου 1996.
Τα προηγηθέντα
Στις 25 Δεκεμβρίου 1995 το τουρκικό φορτηγό πλοίο Φιγκέν Ακάτ προσάραξε σε αβαθή ύδατα κοντά στην Μικρή Ίμια (ανατολική) και εξέπεμψε σήμα κινδύνου.
Το Λιμεναρχείο Καλύμνου –το πλησιέστερο στην περιοχή– διέθεσε ρυμουλκό για να αποκολλήσει το τουρκικό πλοίο, αλλά ο πλοίαρχος αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι βρισκόταν σε τουρκική περιοχή και άρα οι τουρκικές Αρχές είχαν την αρμοδιότητα να του προσφέρουν βοήθεια.
Στις 26 Δεκεμβρίου το Λιμεναρχείο ενημέρωσε την αρμόδια διεύθυνση του υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο μέσω του γραμματέα της ελληνικής πρεσβείας στην Άγκυρα, Γιάννη Παπαμελετίου, ειδοποίησε το γραμματέα της Διεύθυνσης Ελληνικών Υποθέσεων του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, Τσινάρ Εγκίν, ότι, αν δεν επιχειρούσε ρυμουλκό, το τουρκικό πλοίο θα κινδύνευε.
Στις 27 Δεκεμβρίου το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών ενημέρωσε την ελληνική πρεσβεία ότι, ανεξαρτήτως τού ποιος θα ανελάμβανε τη διάσωση του πλοίου, υπήρχε γενικότερα θέμα με τα Ίμια.
Τελικά, στις 28 Δεκεμβρίου δύο ελληνικά ρυμουλκά αποκόλλησαν το τουρκικό φορτηγό και το οδήγησαν στο λιμάνι Κιουλούκ της Τουρκίας.
Στις 29 Δεκεμβρίου το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών επέδωσε διακοίνωση στο αντίστοιχο ελληνικό, όπου αναφερόταν ότι οι βραχονησίδες Ίμια ανήκουν στην Τουρκία.
Ήταν η πρώτη φορά που τα Ίμια μπήκαν στη ζωή μας και λίγο καιρό αργότερα έγιναν σκηνικό ενός πολέμου που αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή.
Το πολιτικό σκηνικό την εποχή της κρίσης
Την εποχή της κρίσης των Ιμίων πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν ο Κώστας Σημίτης, ο οποίος λόγω ασθενείας του Ανδρέα Παπανδρέου είχε εκλεγεί εσπευσμένα από την Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ, στις 18 Ιανουαρίου 1996.
Υπουργός Εξωτερικών της χώρας ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος, υπουργός Εθνικής Αμύνης ο Γεράσιμος Αρσένης και Αρχηγός ΓΕΕΘΑ ο ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης.
Πρωθυπουργός της Τουρκίας ήταν η Τανσού Τσιλέρ και υπουργός Εξωτερικών της γείτονος ο Ονούρ Οϊμέν.
Η «μάχη της σημαίας»
Ο τότε δήμαρχος Καλύμνου, Δημήτρης Διακομιχάλης, θορυβημένος από το γεγονός ότι η Τουρκία είχε εγείρει εδαφικές αξιώσεις στα Ίμια, ύψωσε την ελληνική σημαία στη Μικρή Ίμια στις 25 Ιανουαρίου 1996 συνοδευόμενος από τον αστυνομικό διευθυντή Καλύμνου Γ. Ριόλα και δύο κατοίκους του νησιού, ενώ την επόμενη ημέρα υψώθηκε η σημαία και στην άλλη βραχονησίδα.
Τα τουρκικά τηλεοπτικά κανάλια μετέδωσαν εικόνες με την ελληνική σημαία υψωμένη στα Ίμια, κάτι που προκάλεσε σάλο στην κοινή γνώμη της Τουρκίας.
Δύο δημοσιογράφοι του γραφείου της εφημερίδας Χουριέτ στη Σμύρνη μετέβησαν με ελικόπτερο στις 27 Ιανουαρίου στη Μικρή Ίμια, υπέστειλαν την ελληνική σημαία και ύψωσαν την τουρκική σημαία.
Η όλη επιχείρηση των δημοσιογράφων βιντεοσκοπήθηκε και προβλήθηκε από το τηλεοπτικό κανάλι που ανήκει στη Χουριέτ. Το γεγονός έλαβε σημαντικές διαστάσεις.
Η κρίση κλιμακώθηκε τις επόμενες ημέρες.
Την Κυριακή το πρωί, στις 28 Ιανουαρίου 1996, το περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού «Αντωνίου» κατέβασε την τουρκική σημαία και ύψωσε την ελληνική παραβαίνοντας την πολιτική εντολή που ήταν μόνο να υποσταλεί η τουρκική σημαία.
Το βράδυ έλληνες βατραχάνθρωποι αποβιβάστηκαν στη Μικρή Ίμια από το περιπολικό «Πυρπολητής», προκειμένου να φυλάξουν τη σημαία κατά τις νυχτερινές ώρες και να επιστρέψουν στο σκάφος τους πριν από την ανατολή του ηλίου.
Το μεσημέρι της Δευτέρας ο σχεδιασμός άλλαξε και αποφασίστηκε η συνεχής φύλαξη της σημαίας, οπότε οι βατραχάνθρωποι επέστρεψαν στη βραχονησίδα.
Τη Δευτέρα το απόγευμα, στις 29 Ιανουαρίου, ο νέος πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, στις προγραμματικές του δηλώσεις στη Βουλή, έστειλε μήνυμα προς την Τουρκία, ότι σε οποιαδήποτε πρόκληση η Ελλάδα θα αντιδράσει αμέσως και δυναμικά.
Την Τρίτη, στις 30 Ιανουαρίου, η πρωθυπουργός της Τουρκίας, Τανσού Τσιλέρ, δήλωσε κατηγορηματικά μέσα στην Τουρκική βουλή ότι την επόμενη ημέρα η ελληνική σημαία και ο ελληνικός στρατός θα απομακρυνθούν από τα Ίμια.
Η απόβαση των Τούρκων – Οι πεσόντες του ΠΝ
Στις 31 Ιανουαρίου και περί ώρα 1:40 π.μ. άνδρες των τουρκικών ειδικών δυνάμεων κατάφεραν να αποβιβαστούν στη Μεγάλη Ίμια (δυτική), παρά την ισχυρή παρουσία σκαφών του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού στην περιοχή των βραχονησίδων.
Στις 5:30 π.μ. της ίδιας ημέρας ελικόπτερο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, που είχε απονηωθεί από τη φρεγάτα «Ναβαρίνο» προκειμένου να ελέγξει την ορθότητα της πληροφορίας περί υπάρξεως τούρκων καταδρομέων στη δυτική Ίμια, κατέπεσε κατά την επιστροφή του στη φρεγάτα και τα τρία μέλη του πληρώματος σκοτώθηκαν.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης των Ιμίων ασκήθηκαν έντονες πιέσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να λήξει το επεισόδιο μεταξύ των δύο χωρών.
Στο πλαίσιο αυτό, ο διπλωμάτης Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, κατόπιν εντολής του αμερικανού προέδρου, επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τους δύο πρωθυπουργούς, που δεσμεύτηκαν να αποσύρουν τις δυνάμεις τους και να υποστείλουν τις σημαίες.
Τελικά, τα πολεμικά σκάφη και οι καταδρομείς των δύο χωρών αποχώρησαν σταδιακά από τις βραχονησίδες το πρωί της 31ης Ιανουαρίου 1996.
Τα σχόλια είναι κλειστά.