Όσα φρικτά συνέβησαν στις 10 Ιουνίου 1944 στο Δίστομο Βοιωτίας, από τα ναζιστικά στρατεύματα.
Στις 10 Ιουνίου 1944, λίγους μήνες πριν την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής και την απελευθέρωση της Ελλάδας. Οι Ναζί πραγματοποιούν στη Στεραιά Ελλάδα, ένα από τα πιο αιμοσταγή εγκλήματά τους στην κατεχόμενη Ελλάδα, τη σφαγή του Διστόμου.
Τμήματα των SS εισβάλουν στην πόλη του Διστόμου Βοιωτίας, με σκοπό να το πνίξουν στο αίμα.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία οι νεκροί έφτασαν τους 228, εκ των οποίων 117 ήταν γυναίκες, 111 άντρες, ενώ 53 από τους νεκρούς ήταν παιδιά ηλικίας κάτω των 16 ετών.
Σύμφωνα πάντως με μαρτυρία του απεσταλμένου του ελβετού απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, George Wehrly, που έφτασε στο Δίστομο λίγες ημέρες αργότερα, οι νεκροί στην ευρύτερη περιοχή έφτασαν τους 600.
«Ποτέ ξανά!»
Το πόσο στιγμάτισε τη γερμανική ιστορία η σφαγή του Διστόμου αποτυπώνεται και στα λόγια του γερμανού πρεσβευτή Γενς Πλέτνερ το 2018:
«Το έγκλημα της Βέρμαχτ στο Δίστομο ανήκει στα μελανότερα κεφάλαια της γερμανικής κατοχής τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Ο φόνος αθώων γυναικών, ανδρών, παιδιών και γερόντων, με γεμίζει ντροπή και οδύνη. Τα εγκλήματα αυτά δεν πρέπει να ξεχαστούν ποτέ! Διδασκόμαστε και δεσμευόμαστε: ποτέ ξανά!»
Μαρτυρία
Η Γιώτα Φλώρου και «ΤΟ ΒΗΜΑ» μεταφέρουν τον Ιούνιο του 2015 τη μαρτυρία του Αργύρη Φουντούρη, κατοίκου του Διστόμου που σε ηλικία μόλις 4 ετών έχασε στη σφαγή του Διστόμου τους δύο γονείς τους και τριάντα δύο ακόμα συγγενείς του.
«Εκείνο το πρωινό του Σαββάτου, οι κάτοικοι του Διστόμου προετοιμάζονταν για άλλη μια μέρα εργασίας ενώ ετοίμαζαν και το μνημόσυνο στους τέσσερις κατοίκους του Διστόμου που χάθηκαν ξαφνικά από τις σφαίρες των Γερμανών.
“Στις 10 το πρωί μπήκαν πολλά γερμανικά φορτηγά. Εγώ ήμουν μπροστά στο σπίτι μου και έπαιζα με άλλα συνομήλικα παιδιά. Συζήτησαν με τον πρόεδρο της κοινότητας και τον παπά αν έχει αντάρτες το χωριό και μετά, αφού τους είπαν ότι δεν έχουμε εδώ αντάρτες, έδωσαν διαταγή να κλειστούμε όλοι στα σπίτια.
“ Άρχισαν να έρχονται στα σπίτια να ψάχνουν για όπλα και αντάρτες. Εμείς είχαμε κλειστεί στο σπίτι με τον πατέρα μου, δύο από τις αδερφές μου και μια εξαδέλφη της μεγαλύτερης αδελφής. Η μητέρα μου δεν ήταν στο χωριό. Είχε φύγει πρωί-πρωί με δύο γείτονες και με ένα κάρο, είχαν πάει στη Λιβαδειά να πάρουν εμπορεύματα, να ανταλλάξουν άλλα και να φέρουν πραμάτειες για το μαγαζί του πατέρα μου, για τα σπίτια και για άλλους συγγενείς και φίλους.
Μετά από λίγο, αφού είχε ξεκινήσει η σφαγή και ίσως να είχε ολοκληρωθεί, αφού οι στρατιώτες δεν είχαν χρόνο γιατί με το φως της μέρας έπρεπε να επιστρέψουν στην Λιβαδειά, άκουσε ο πατέρας μου στο πλακόστρωτο αρβύλες. Κατέβηκε κάτω με την ελπίδα να μπορέσει να τους αποτρέψει να βάλουν φωτιά. Κανείς δεν πίστευε ότι είχαν έρθει για να μας σφάξουν. Ερχόντουσαν και πρωτύτερα με ένα ή δύο αυτοκίνητα, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έπαιρναν ό,τι θέλανε.
Μετά από λίγο, άρχισαν να ανεβαίνουν φλόγες και καπνοί και βγήκαμε έξω (από το σπίτι) και ψάχναμε στην αυλή να βρούμε τον πατέρα μας. Δεν τον βρήκαμε και ανοίξαμε την αυλόπορτα και ένας στρατιώτης που ήταν κοντά στο σπίτι, μας έκανε νόημα να πάμε να κρυφτούμε γιατί κάποιος άλλος με το οπλοπολυβόλο θα μας είχε εκτελέσει αμέσως. Έτσι σωθήκαμε. Ξανακλείσαμε την αυλόπορτα και περιμέναμε. Ακούγαμε τα φορτηγά να φεύγουνε. Ησύχασε το χωριό.
Βγήκαμε τότε και είδαμε τον πατέρα μας σκοτωμένο και το άλλο πρωί ειδοποίησαν τη γιαγιά μας, είχαν φέρει το κάρο με τη μάνα μου. Ακούστηκε στην Λιβαδειά ότι κάτι γίνεται στο Δίστομο και οι δύο γυναίκες, η γειτόνισσα και η μάνα μου γύρισαν πίσω. Αν είχαν πάρει άλλη απόφαση, να περιμένουμε, πιθανότατα να είχαμε μάνα.
Τα πρώτα χρόνια μετά ήμουν ετοιμοθάνατος. Παραιτήθηκα από το να θέλω να ζήσω. Είπα ‘αφού τα έχασα όλα, κάηκε το σπίτι, σκοτώθηκαν οι γονείς μου’. Όταν ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός, στις 19 Ιουνίου 1944, πήραν ορισμένα ορφανά παιδιά που είχαν χάσει πατέρα και μάνα και εμένα με τις δύο αδερφές μου και μας πήγανε σε ένα ορφανοτροφείο.
Λίγες μέρες μετά με στείλανε πίσω και λένε ‘δεν έχουμε δυνατότητα περίθαλψης βαριά αρρώστων’. Ήμουν ψυχολογικά σε τέτοιο χάλι που δεν ήθελα να φάω, με είχανε ξεγράψει.
»Τα χρόνια που έχουν περάσει από τότε δεν έχουν μειώσει την ένταση των συναισθημάτων. “Την στιγμή που δεν θα στενοχωριέμαι θα είμαι κλινικά νεκρός ή ηθικά νεκρός”, λέει ο Αργύρης Σφουντούρης χαρακτηριστικά».
«ΒΗΜΑ», 15.5.1951, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Όσα έγραψε ο Βενέζης
Επτά χρόνια μετά τη σφαγή, στο φύλλο του «ΒΗΜΑΤΟΣ» της 15ης Μαΐου 1951 ο σπουδαίος συγγραφέας και πολυετής συνεργάτης του «ΒΗΜΑΤΟΣ», Ηλίας Βενέζης γράφει για την μαύρη ημέρα της σφαγής του Διστόμου.
»Γιατί θυμόμαστε σήμερα το Δίστομο και το αποσπούμε από την περιοχή του λησμονημένου καιρού; Ω, είναι μια μικρή είδηση στις εφημερίδες. Μάς είχανε παραδώσει, λέει, οι σύμμαχοι, για να τον δικάσουμε τον Γερμανό αξιωματικό, τον δήμιο του Διστόμου.
»Τον είχαμε στις φυλακές του Αβέρωφ. Και ήταν ακριβώς μια από αυτές τις μέρες, που πλησιάζει η επέτειος, ήταν να γίνει η δίκη του. Αλλά η δίκη την τελευταία στιγμή σταμάτησε. Γιατί έτσι γίνεται, λέει, και στο Παρίσι. Έγινε, λέει, και στο Παρίσι μια συνθήκη εμπορική Γαλλίας – Γερμανίας. Και από τότε κάθε δίωξη Γερμανού εγκληματία πολέμου σταμάτησε.
»Λοιπόν και εμείς έχουμε καπνά να στείλουμε στη Γερμανία. Τα καπνά πρέπει να σβήσουν το Δίστομο και το σβήνουν.
»Ο άνθρωπος, ο ήρωας της ηλιόλουστης εκείνης μέρας του Διστόμου με τις βιασμένες, τις ξεκοιλιασμένες γυναίκες, με τα σκοτωμένα βρέφη, με τους αποκεφαλισμένους παπάδες (…), ο ήρωας εκείνης της μέρας της “δύναμης” θα πρέπει να αφεθεί να πάει να αφεθεί να πάει να καλλιεργήσει τα λαχανικά του στον κήπο του σπιτιού του και να παίξει λίγο από εκείνη τη ζεστή, παθητική παλιά γερμανική μουσική».
»Κανένα αίσθημα εκδίκησης, κανένα αίσθημα αγριότητας δεν υπαγορεύει αυτές εδώ τις γραμμές. Ο άνθρωπος που τις γράφει μπόρεσε, παιδί ακόμα, γυρίζοντας από μία φριχτή δοκιμασία σε άλλη περιοχή της ελληνικής τραγωδίας, γυρίζοντας απ’ τα εργατικά τάγματα των σκλάβων της Ανατολής, μπόρεσε να δώσει στη λογοτεχνία της πατρίδας τους ένα βιβλίο εκείνου του αβάσταχτου πόνου χωρίς μίσος.
»Δεν πιστεύει, ο άνθρωπος που γράφει εδώ, στη “γόνιμη” καταπώς λεν δύναμη του μίσους. (…) Πιστεύω πως και αυτό ακόμα το τέρας του Διστόμου θα έχει εφιάλτες και τύψεις».
Οι Ναζί χαμογελούν στον φωτογραφικό φακό έχοντας σκορπίσει τον θάνατο στο Δίστομο Βοιωτίας
Θάνατος παντού
Ο Βενέζης μεταφέρει εφιαλτικές εικόνες, καταγεγραμμένες σε επίσημη κρατική έκθεση.
» “…Όταν οι τροχοί εσταμάτησαν προ του Διστόμου τρομερά η γαλήνη ηπλούτο εντός χωρίου. Δεν εφείσθησαν ουδενός. Ο πατήρ πρώτος, η σύζυγος κατόπιν και ηκολούθουν τα τέκνα οιασδήποτε ηλικίας.
»Βρέφη δύο, πέντε και επτά μηνών εκρεουργούντο δι’ αποκοπής της καρωτίδος. Αλλά καθ’ ήν στιγμήν εθηλάζοντο. Ανευρέθη βρέφος φέρον εις το στόμα του αποκεκομμένον τον μαστόν της μητρός του, με τραύμα εις το κέντρον τού άνω μέρους της κεφαλής του και έτερον εις τον λαιμόν.
»Το παιδί του εκτελεσθέντος ειρηνοδικού Γκριτσέπη και της βιασθείσης και σφαγιασθείσης συζύγου του ευρέθη πληγωμένον την επόμενην της φοβεράς σφαγής παρά το πτώμα του πατρός του το οποίον δεν ήθελε να αποχωρισθή. Τα έντερα τεσσάρων χωρικών ευρέθησαν περιτυλιγμένα πέριξ του λαιμού των. Ο ιερεύς του χωρίου ευρέθη ακέφαλος. Η εις μικράν από του πτώματος απόστασιν ευρεθείσα κεφαλή του είχε τους οφθαλμούς εξωρυγμένους…»
«Επήρα», αναφέρει ο Βενέζης, «το απόσπασμα της εικόνας από το επίσημο χρονικό του Διστόμου από την έκθεση του τότε νομάρχου Βοιωτίας. Είναι δυνατόν αυτή η εικόνα να μην παρακολουθεί τυραννικά τον ήρωά της; Θα είχαμε άραγε να κερδίσουμε τίποτα παίρνοντας τη ζωή του; Όχι ασφαλώς».
(…)
»Θέλω να θυμηθώ μια μαυροντυμένη Ελληνίδα του Διστόμου. Ήταν, νομίζω η πρώτη μετά την απελευθέρωση επέτειο της σφαγής του Διστόμου. Σύναξη πολλή είχε γίνει στο τραγικό χωριό σα να ήταν πανηγύρι, λογάδες είχαν φτάσει απ’ την Αθήνα, μουσικές παίζανε πένθιμα, μεγάλα πανώ λέγανε λόγια κραυγαλέα – το καθετί είχε γίνει για να δοθεί τόνος ασεβής στον πρόσφατο πόνο και στα δάκρυα.
»Οι επιζώντες του Διστόμου, τα φαντάσματα, μαυροντυμένα τριγυρίζανε στα σοκάκια του χωριού, βλέπανε απορώντας τα γινόμενα, αναγκάζονταν κάθε τόσο να επαναλαμβάνουν το χρονικό στους ξένους που τους ρωτούσαν. (…)
»Καθόταν στο πηγάδι, μαυροντυμένο πλάσμα αγγελικό, με πρόσωπο ωχρό, αγιασμένο απ’ τον πόνο. (…) Η γυναίκα εκεί ασάλευτη να κοιτάζει το νερό. (…) Μονάχα το νερό, αιωνιότητα, αδιατάρακτη, τίποτα άλλο. Τι άλλο; Αδερφάδες, μητέρα, παιδιά, όλα τα είχαν σφάξει στη μέρα του Διστόμου.
»Κάποιος ξένος πέρασε, σταμάτησε, την κοίταξε, ρώτησε να μάθει το περιστατικό της. Τον κοίταζε σιωπηλή, καμμιά απόκριση, πάλι γύρισε τα μάτια της στο νερό. Κι άλλος πέρασε, λογάς, ρώτησε. Καμμιά απόκριση. Ήταν εκεί ασάλευτη, σεμνή, σιωπηλή, η πίκρα, ο πόνος της Ελλάδας.
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ»